Το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι σειρήνες της Αθήνας σπάνε τη νύχτα· μέσα σε λίγες ώρες η χώρα μπαίνει σε πόλεμο. Στην Κηφισιά, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς απαντά στον ιταλό πρέσβη με τη φράση «Alors, c’est la guerre» — μια απάντηση που, αν και δεν ήταν η λέξη «Όχι» σε άμεση διατύπωση, θα μετουσιωθεί στο πιο εμβληματικό σύνθημα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας.
Η απάντηση που έγινε σύνθημα
Η ανταλλαγή ανάμεσα στον Μεταξά και τον ιταλό πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι έχει καταγραφεί στα απομνημονεύματα του πρέσβη: «Μου απήντησε “Όχι!”. Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε τη θυσία αντί της υποδουλώσεως». Στις 5:30 το πρωί οι ιταλικές δυνάμεις εισβάλλουν στην Ήπειρο και το Γενικό Στρατηγείο ανακοινώνει: «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Ιστορικά, η απόφαση του Μεταξά έρχεται ενώ η χώρα είχε ήδη περάσει τα χρόνια του αυταρχικού καθεστώτος που ο ίδιος εγκαθίδρυσε το 1936 (η «4η Αυγούστου»). Το καθεστώς του Μεταξά, που συνδύαζε εθνικισμό και αντικομμουνισμό, διατήρησε ισχυρή κρατική δομή· όταν ήρθε το ιταλικό τελεσίγραφο, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας επέλεξαν την άμυνα παρά την υποταγή. Ο Εμανουέλε Γκράτσι υπηρέτησε ως πρέσβης στην Αθήνα την περίοδο πριν και κατά την έναρξη του πολέμου και οι δικές του μαρτυρίες διαμόρφωσαν μεγάλο μέρος της αφήγησης για εκείνες τις στιγμές.
Γιατί γιορτάζουμε την έναρξη του αγώνα και όχι την απελευθέρωση
Η επιλογή του έθνους να τιμά την ημέρα έναρξης του πολέμου και όχι την ημέρα απελευθέρωσης δεν είναι τυχαία. Η απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου 1944 δεν συμπίπτει με την πλήρη αποχώρηση των κατακτητών από όλη τη χώρα — η Κρήτη θα απελευθερωθεί τον Μάιο του 1945 — και αμέσως μετά ακολούθησε ο Εμφύλιος Πόλεμος, που διαχώρισε και πόλωσε την κοινωνία.
Η πολιτική διαχείριση της μνήμης επέβαλε αποκλεισμούς. Η καθιέρωση της 12ης Οκτωβρίου ως εθνικής επετείου θα απαιτούσε, μεταξύ άλλων, αναγνώριση και τιμή προς τους μαχητές του ΕΛΑΣ — κάτι δύσκολο σε μια διχασμένη μεταπολεμική Ελλάδα. Η Εθνική Αντίσταση αναγνωρίστηκε επισήμως πολύ αργότερα, το 1981, γεγονός που δείχνει πόσο αργά και επίπονα έκλεισε αυτό το κεφάλαιο στην επίσημη μνήμη.
Αντιπροσωπευτικά λόγια για τη σημασία της επιλογής έδωσε ο Μανώλης Γλέζος: «Στην Ελλάδα γιορτάζουμε την έναρξη του αγώνα του 1821 και την έναρξη του πολέμου του 1940· όχι τα επινίκια. Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες τιμούν την απόφαση να αντισταθούν περισσότερο από την ίδια τη νίκη.»
Σκηνές, πρόσωπα και μεταγενέστερες εντάσεις
Από τον πρώτο νεκρό, τον Βασίλειο Τσιαβαλιάρη, μέχρι τους μαχητές στην Πίνδο και τους πολίτες που στήριξαν τον πόλεμο στις πόλεις, η 28η Οκτωβρίου στερεώνει την εικόνα μιας στιγμής συλλογικής αντίδρασης. Η μνήμη όμως δεν έμεινε αμιγής· μεταγενέστερα γεγονότα ανέδειξαν τις διενέξεις που συνοδεύουν κάθε εθνική επετειακή αφήγηση.
Ένα παράδειγμα πρόσφατης έντασης είναι ο θάνατος του Κωνσταντίνου Κατσίφα το 2018 στο χωριό Βουλιαράτες της Βορείου Ηπείρου, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης για την εθνική επέτειο. Ο θάνατος αυτού του ανθρώπου προκάλεσε έντονες πολιτικές και διπλωματικές αντιδράσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία, και έθεσε ξανά στο προσκήνιο την ευαίσθητη σχέση κράτους, μειονοτήτων και συνόρων.
Μνήμη και ιστορία τέμνονται· πρόσωπα όπως ο Μανώλης Γλέζος, που έγινε σύμβολο της αντίστασης με την πράξη αφαίρεσης της σημαίας από την Ακρόπολη το 1941 και μετέπειτα πολιτική παρουσία, παραμένουν ζωντανά σημεία αναφοράς στη δημόσια αφήγηση. Η 28η Οκτωβρίου παραμένει ημέρα που τιμά την απόφαση να αντισταθεί — περισσότερο από το ίδιο το επίτευγμα της νίκης.
