Το «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου 1940 προέκυψε από χρόνια πολιτικής πίεσης και διεθνών ισορροπιών, με τον πρωθυπουργό Ιωάννης Μεταξάς να βρίσκεται ανάμεσα σε γερμανικές και βρετανικές επιρροές. Ο Μεταξάς είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της ναζιστικής Γερμανίας από τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας του, χάρη στην προστασία γερμανικών συμφερόντων ως υπουργός Στρατιωτικών και μετά ως πρωθυπουργός.
Η εκτίμηση των Γερμανών για τον Μεταξά
Ο Γερμανός επιτετραμμένος Τέο Κορντ ενημέρωσε το Υπουργείο Εξωτερικών του Βερολίνου για τις δηλώσεις του Μεταξά, που έβλεπε την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία ως ισχυρό προπύργιο κατά του κομμουνισμού και πρότυπο εθνικής αναγέννησης. Οι εφημερίδες στο Βερολίνο κάλυπταν θετικά το καθεστώς του Έλληνα δικτάτορα, με αναφορές στην πολιτική του.
Ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΕΚΠΑ Νίκος Παπαναστασίου εξηγεί στον τόμο «Ο Μεταξάς και η εποχή του» από τις εκδόσεις Ευρασία, σε επιμέλεια του καθηγητή Θάνου Βερέμη, ότι η κυβέρνηση του Μεταξά έβαλε γερμανόφιλα στελέχη όπως ο Κ. Κοτζιάς και ο Αγ. Ταμπακόπουλος για να κρατήσει ισορροπία. Η γερμανική στήριξη, η ιδεολογική ομοιότητα και οι διμερείς σχέσεις σε οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο δεν εμπόδισαν τη βρετανική επιρροή στην εξωτερική πολιτική και τη διακυβέρνηση. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ ενίσχυε τα βρετανικά συμφέροντα ως μέρος της δυαδικής εξουσίας.
Η στροφή του Μεταξά προς το βρετανικό στρατόπεδο
Ο Μεταξάς δεν δίστασε να υιοθετήσει φιλοβρετανική γραμμή, παρόλο που διατηρούσε καλές σχέσεις με τη Γερμανία. Όπως γράφει ο Παπαναστασίου, «Παρότι υπέρμαχος αυταρχικών προτύπων και δεδηλωμένος εχθρός της αστικής δημοκρατίας, υπήρξε πραγματιστής, στο μέτρο που αντιλήφθηκε εξαρχής πόσο επιζήμια θα ήταν τόσο για τα προσωπικά του, αλλά κυρίως και για τα εθνικά συμφέροντα ενδεχόμενη απομάκρυνση από το φιλοβρετανικό προσανατολισμό, ιδιαίτερα εν όψει της εντεινόμενης διεθνούς κρίσης».
Αλλαγές στο αμυντικό δόγμα της Ελλάδας
Η ελληνική κυβέρνηση προσαρμόστηκε πλήρως στη δυτική στρατηγική, βλέποντας την επερχόμενη σύγκρουση μεταξύ Άξονα και Δυτικών. Αποδέχτηκε τη μονομερή εγγύηση της Βρετανίας και της Γαλλίας για στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση επίθεσης.
Η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις 1 Σεπτεμβρίου 1939 έθεσε σε δοκιμή τις προθέσεις όλων στα Βαλκάνια. Μέχρι αρχές 1940, η Αθήνα πίεζε για διατήρηση εμπορικών δεσμών με το Βερολίνο. Ωστόσο, η μυστική εμπορική και ναυτιλιακή συμφωνία με τη Βρετανία τον Οκτώβριο 1940 και Ιανουάριο 1941 οδήγησε σε οικονομική ρήξη.
Η οργή του Μουσολίνι και η ιταλική επίθεση
Ο Παπαναστασίου αναφέρει ότι η είσοδος της Βέρμαχτ στη Ρουμανία στις 12 Οκτωβρίου 1940, χωρίς να ενημερωθεί ο Μπενίτο Μουσολίνι, έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στη στρατηγική του Άξονα. «Για τον Ντούτσε… η ενέργεια αυτή υποδήλωνε περιφρόνηση του στρατιωτικού δυναμικού της Ιταλίας. Ταυτόχρονα, την εξέλαβε ως προοίμιο παραγκωνισμού της Ιταλίας από τα Βαλκάνια. Το έλλειμμα φασιστικής αλληλεγγύης έμελλε τελικά να το πληρώσει η Ελλάδα. Ο Μουσολίνι θεώρησε ότι έπρεπε πλέον να επανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, που είχε απολέσει μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, απέναντι στον «υπερφίαλο» γερμανό εταίρο. Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας θα επαναεπιβεβαίωνε, επιπλέον, το ιταλικό προβάδισμα στα Βαλκάνια, που είχε ακυρώσει στην πράξη η μονομερής δράση του Ράιχ στην περίπτωση της Ρουμανίας».
Ο Μουσολίνι προειδοποίησε ότι ο Χίτλερ θα μάθαινε την κατάληψη της Ελλάδας από τις εφημερίδες. Το τελεσίγραφο προς την Ελλάδα ζητούσε στρατηγικές θέσεις, χωρίς περιθώρια διαπραγμάτευσης. Η απάντηση του Μεταξά ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου δεν είχε εναλλακτική.
