Η Ελλάδα ετοιμάζεται να ενισχύσει σημαντικά τη ναυτική της δύναμη, με την απόφαση για την απόκτηση τεσσάρων νέων, σύγχρονων υποβρυχίων. Αυτή η κίνηση έρχεται σε μια περίοδο που η γεωπολιτική σκακιέρα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο αλλάζει, με την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα και την αυξημένη παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή να δημιουργούν νέα δεδομένα. Το Πολεμικό Ναυτικό, μετά τις γαλλικές φρεγάτες Belharra και τις ιταλικές Bergamini, μπαίνει σε μια νέα εποχή αναβάθμισης.

Η στρατηγική αυτή επιλογή της Αθήνας αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου εξοπλιστικού προγράμματος, που στοχεύει στην ανανέωση του στόλου και την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας. Η Τουρκία, με τη δική της εξοπλιστική κούρσα, πιέζει για διαρκή επαγρύπνηση, ενώ η Ελλάδα επιδιώκει να διατηρήσει την επιχειρησιακή της υπεροχή σε ένα περιβάλλον με πολυεπίπεδες απειλές.

Οι διεθνείς διεκδικητές και το ελληνικό πλεονέκτημα

Το ενδιαφέρον από διεθνείς κατασκευαστές για το πρόγραμμα των νέων υποβρυχίων είναι ήδη μεγάλο. Εταιρείες κολοσσοί από τη Γερμανία (ThyssenKrupp), τη Γαλλία (Naval Group), τη Σουηδία (Saab Kockums), την Ιταλία (Fincantieri) και τη Νότια Κορέα (Hanwha Ocean, Hyundai) έχουν εκδηλώσει πρόθεση να διεκδικήσουν το συμβόλαιο. Η Ελλάδα, έχοντας επιτυχημένες διαπραγματεύσεις στο παρελθόν για τις φρεγάτες, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, κάτι που της δίνει τη δυνατότητα να επιλέξει την καλύτερη δυνατή λύση.

Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 2,5 δισ. ευρώ και θα εκτείνεται σε βάθος δεκαετιών, με την έναρξη να τοποθετείται μετά το 2030. Ο υπουργός Άμυνας, Νίκος Δένδιας, έχει τονίσει τη σημασία αυτής της επένδυσης, μιλώντας για έναν «Στόλο νέας εποχής» που θα είναι «δέκα φορές πιο ισχυρός». Αυτό δείχνει τη φιλοδοξία της κυβέρνησης να τοποθετήσει την Ελλάδα σε μια κομβική θέση στο ευρωπαϊκό αμυντικό οικοσύστημα, ενισχύοντας παράλληλα τις συμμαχίες της με ΗΠΑ, Ισραήλ και Γαλλία.

Ανανέωση του στόλου και τεχνολογικές προδιαγραφές

Σήμερα, ο ελληνικός υποβρυχιακός στόλος περιλαμβάνει παλαιότερα μοντέλα, όπως τα τέσσερα τύπου «Παπανικολής» (κλάσης 214), τα τρία τύπου «Ποσειδών» (κλάσης 209/1200), το «Νηρεύς» (κλάσης 209/1100) και το «Ωκεανός» (κλάσης 209/1200). Πολλά από αυτά τα υποβρύχια εντάχθηκαν στο Πολεμικό Ναυτικό από τη δεκαετία του 1970, με το «Ωκεανός» να έχει καθελκυστεί το 1978. Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό είναι πλέον επιτακτική.

Τα νέα υποβρύχια αναμένεται να ενσωματώνουν τεχνολογίες αιχμής, όπως το σύστημα AIP (αναερόβια πρόωση) για αυξημένη αυτονομία και stealth ικανότητες, καθώς και τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στρατηγικών όπλων, όπως πυραύλους κρούσης. Η ναυπήγηση μέρους των υποβρυχίων στην Ελλάδα, μέσω προγραμμάτων όπως το SAFE, θα μπορούσε να ενισχύσει την εγχώρια αμυντική βιομηχανία και να εξασφαλίσει πρόσβαση σε ευρωπαϊκά κονδύλια, δημιουργώντας παράλληλα θέσεις εργασίας και μεταφορά τεχνογνωσίας.

Η πορεία προς την απόκτηση των νέων υποβρυχίων έχει ήδη ξεκινήσει, με την επιλογή του κατασκευαστή και το μοντέλο συνεργασίας να είναι κρίσιμα για την ισχύ του Πολεμικού Ναυτικού τις επόμενες δεκαετίες. Η Ελλάδα, με αυτή την κίνηση, επιδιώκει να διασφαλίσει την ασφάλεια και την αποτρεπτική της ικανότητα σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη περιοχή.