Η ένταξη 54 δικαιούχων στη δράση 3.1.2 της «Στήριξης για νέα συμμετοχή σε εθνικά συστήματα ποιότητας», ειδικά για τη δραστηριότητα του βαμβακιού, ανακοίνωσε πρόσφατα το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με συνολική δημόσια δαπάνη ύψους 12.744.128,78 ευρώ.
Οι δικαιούχοι του προγράμματος υποχρεούνται να εκτελέσουν τις δράσεις που τους ανατίθενται σύμφωνα με τους όρους που έχουν καθοριστεί για όλη τη διάρκεια της στήριξης. Σε περίπτωση που διαπιστωθούν αποκλίσεις από τους όρους της απόφασης ένταξης, θα εφαρμοστούν οι αντίστοιχες μειώσεις ή ποινές.
Θεσσαλία: Ανησυχία για την ειδική ενίσχυση βιολογικού βαμβακιού – Ανησυχία στους αγρότες
Η χρηματοδότηση του υπομέτρου πραγματοποιείται σε ετήσιες περιόδους. Η πρώτη περίοδος υλοποίησης ξεκινά την 1η Νοεμβρίου 2023 και ολοκληρώνεται 12 μήνες αργότερα. Κάθε επόμενη περίοδος υλοποίησης θα έχει τις ίδιες ημερομηνίες εκκίνησης και ολοκλήρωσης.
Η ελάχιστη διάρκεια παραμονής στο πρόγραμμα είναι 12 μήνες, ενώ η μέγιστη φθάνει τα πέντε χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι η υποστήριξη μπορεί να διαρκέσει μέχρι την ημερομηνία που θα έχει συμπληρωθεί πέντε έτη από τη στιγμή που ο δικαιούχος εντάχθηκε στο σύστημα ποιότητας.
Υπολογισμός της ενίσχυσης
Σύμφωνα με την ισχύουσα απόφαση, το ετήσιο ποσό ενίσχυσης υπολογίζεται ως το γινόμενο του μοναδιαίου κόστους (ετήσιας ενίσχυσης ανά μέλος) βάσει του μεγέθους της ομάδας του φορέα και του αριθμού των μελών που συμπεριλαμβάνονται στην κατάσταση ωφελούμενων.
Πίνακας Μοναδιαίου κόστους (ετήσιο ποσό ενίσχυσης ανά μέλος):
Για τον προσδιορισμό του μεγέθους της ομάδας, λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των μελών που αναφέρονται στις αιτήσεις πιστοποίησης του φορέα για το συγκεκριμένο έτος, ανεξαρτήτως του αριθμού των μελών που περιλαμβάνονται στη κατάσταση ωφελούμενων. Η «αίτηση πιστοποίησης» αναφέρεται στην αίτηση που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος προκειμένου να πιστοποιηθεί κατά τη διαδικασία των προτύπων AGRO 2-1 και 2-2 στην παραγωγή βαμβακιού.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το συνολικό ετήσιο ποσό ενίσχυσης που δικαιούνται οι γεωργοί από το υπομέτρο 3.1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ ετησίως, είτε συμμετέχουν ως δικαιούχοι είτε ως ωφελούμενα μέλη δικαιούχων.