Ένας απρόσμενος “κεραυνός” έπληξε την ενεργειακή σκακιέρα της Βόρειας Θάλασσας με την παρέμβαση του Donald Trump, ο οποίος ζήτησε από τη Μεγάλη Βρετανία να “ανοίξει” τη Βόρεια Θάλασσα, στοχεύοντας ευθέως στα αιολικά πάρκα.
Η Παρέμβαση Trump και η Ενεργειακή Κρίση στη Βόρεια Θάλασσα
Μέσω ανάρτησής του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Donald Trump κάλεσε το Ηνωμένο Βασίλειο να αναθεωρήσει την πολιτική του για την ενέργεια, αφήνοντας αιχμές για την κυριαρχία των ανεμογεννητριών. Η παρέμβαση έρχεται σε μια περίοδο έντονων ανακατατάξεων στην ενεργειακή βιομηχανία, με τις πετρελαϊκές εταιρείες να εγκαταλείπουν σταδιακά την περιοχή τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, η παραγωγή έχει υποχωρήσει δραματικά από τα 4,4 εκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου ημερησίως στην αρχή της χιλιετίας, σε μόλις 1,3 εκατομμύρια boed σήμερα.
Η αφορμή για την παρέμβαση Trump ήταν η ανακοίνωση της αμερικανικής εταιρείας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, APA Corp, για την προγραμματισμένη αποχώρησή της από τη Βόρεια Θάλασσα έως το 2029. Οι εκτιμήσεις δείχνουν κάθετη πτώση της παραγωγής κατά 20% ετησίως έως το 2025, γεγονός που επιτείνει τις ανησυχίες για το μέλλον της περιοχής.
Φορολογική Πολιτική και Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
Η βρετανική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την αύξηση του φόρου στους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου της Βόρειας Θάλασσας, ανεβάζοντας τον συντελεστή στο 38% από 35% και επεκτείνοντας την εισφορά για έναν επιπλέον χρόνο. Αυτή η κίνηση έχει ως στόχο τη χρηματοδότηση έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στο πλαίσιο της προσπάθειας της χώρας για ενεργειακή ανεξαρτησία έως το 2030 και τη μείωση της εξάρτησης από τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο. Η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελεί κεντρικό πυλώνα της βρετανικής ενεργειακής πολιτικής.
Οι Αντιδράσεις των Παραγωγών και οι Προκλήσεις
Ωστόσο, οι παραγωγοί στη Βόρεια Θάλασσα εκφράζουν έντονες ανησυχίες για τις πιθανές συνέπειες της αύξησης του φορολογικού συντελεστή, καθώς φοβούνται δραματική πτώση των επενδύσεων και μαζική αποχώρηση από την περιοχή. Η κορυφαία βρετανική εταιρεία παραγωγής, Harbour Energy, εξετάζει την πώληση μεριδίων σε πετρελαιοπηγές και την επιστροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες για εισαγωγή στο χρηματιστήριο. Επιπλέον, η αμερικανική Exxon ολοκλήρωσε την αποχώρησή της από την περιοχή της Βόρειας Θάλασσας τον Ιούλιο του 2022, δημιουργώντας ένα προηγούμενο.
Ενώ η ανάπτυξη αιολικών πάρκων στη Βόρεια Θάλασσα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις τα τελευταία χρόνια. Το αυξανόμενο κόστος, τα τεχνικά ζητήματα, τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού και τα υψηλότερα επιτόκια έχουν οδηγήσει πολλές εταιρείες να επαναξιολογήσουν τις επενδύσεις τους. Ακόμη και η Orsted, η μεγαλύτερη εταιρεία στον τομέα των υπεράκτιων αιολικών πάρκων, έχει αναγκαστεί να περιορίσει τους στόχους επενδύσεων και χωρητικότητας.
Η κατάσταση στην Βόρεια Θάλασσα παραμένει ρευστή, με τις αποφάσεις που θα ληφθούν τους επόμενους μήνες να καθορίζουν το ενεργειακό τοπίο της περιοχής για τις επόμενες δεκαετίες. Η πίεση για μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συγκρούεται με τις οικονομικές ανησυχίες των παραγωγών, δημιουργώντας ένα σύνθετο και απαιτητικό περιβάλλον.