Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υπερασπίστηκε τη στάση της κυβέρνησής του απέναντι σε εθνικά θέματα κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στις Βρυξέλλες, μετά τη λήξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Στοχευμένα μηνύματα απέστειλε, ειδικά προς τις δεξιές πτέρυγες της Νέας Δημοκρατίας, αποδεικνύοντας την αποφασιστικότητα της κυβέρνησής του.
«Δεν θα δεχτούμε πλέον κατηγορίες περί εθνικής μειοδοσίας από εκείνους που εκμεταλλεύονται το εθνικό αίσθημα για πολιτικούς σκοπούς. Οι απαντήσεις μας θα είναι αυστηρές», σημείωναν οι συνεργάτες του πρωθυπουργού.
Ο Μητσοτάκης, στο πλαίσιο των δηλώσεών του, αναφέρθηκε διακριτικά στον Αντώνη Σαμαρά, αποφεύγοντας ταυτοχρόνως να υποστηρίξει τη ρητορική των «ξεπουλημάτων» που ακούγεται από κάποιες πλευρές, κάνοντας μνεία στις διερευνητικές επαφές που είχαν διεξαχθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του Σαμαρά, μάλιστα σε συνεργασία με τον κ. Βενιζέλο, με τον Τούρκο πρόεδρο.
Διαφοροποίηση από Σαμαρά και στήριξη στον Γεραπετρίτη Ο πρωθυπουργός τόνισε: «Θα ήθελα να διαχωρίσω τις απόψεις του κ. Σαμαρά από άλλες φωνές που ανησυχούν για τα εθνικά ζητήματα. Οι απόψεις του είναι αξιακές, αλλά πρέπει να θυμόμαστε τι συζητήθηκε στο παρελθόν». Διαβεβαίωσε ότι ημισανθρωπογράφηση και ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, διατηρεί τη στήριξή του.
«Έχω συναντηθεί έξι φορές με τον Ερντογάν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε κοντά σε μια συμφωνία», πρόσθεσε. Η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στη συζήτηση με την Τουρκία, με πολλά ακόμη ζητήματα να συζητηθούν.
Ο Μητσοτάκης δεν απέφυγε να ασκήσει κριτική σε πολιτικούς από την άκρα δεξιά, αναφερόμενος σε «πατριώτες» που, όπως είπε, δεν θα αντέξουν σε δύσκολες στιγμές. «Πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς προστατεύαμε τα σύνορα στον Έβρο ή όταν επεκτείναμε τα χωρικά μας ύδατα;», αναρωτήθηκε.
Καταλήγοντας, τόνισε ότι η στρατηγική που ακολουθεί η Ελλάδα στη διεθνή σκηνή υπό την παρούσα κυβέρνηση είναι ισχυρότερη από ποτέ, και οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία διεξάγονται σε μια πιο σταθερή βάση. «Δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε σε όλα, ούτε ότι παραχωρούμε κάτι. Η ιστορία έχει δείξει πόσο κοστίζει η ακραία ρητορική», κατέληξε.