ΠΑ.ΣΟ.Κ.: Κατέθεσε τροπολογία για άμεση επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας

Σε μια κρίσιμη στιγμή για τις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής καταθέτει τροπολογία στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας, προτείνοντας ριζικές αλλαγές που αφορούν τον κατώτατο μισθό, τη μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων και τη διαιτησία. Η πρόταση αυτή σηματοδοτεί μια ευρύτερη συζήτηση για το μέλλον της εργασίας και την επαναρρύθμισή της, σε αντιδιαστολή με τις κυβερνητικές πολιτικές των τελευταίων ετών.

Η ουσία της πρότασης: Αποκατάσταση του κοινωνικού διαλόγου

Η κεντρική ιδέα πίσω από την τροπολογία του ΠΑΣΟΚ είναι η επαναφορά του ρόλου των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό κρίσιμων εργασιακών παραμέτρων. Συγκεκριμένα, η τροπολογία προτείνει:

  • Την επαναφορά του συστήματος προσδιορισμού του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου αποκλειστικά μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών. Αυτή η διάταξη ανατρέπει το ισχύον μοντέλο όπου ο κατώτατος μισθός καθορίζεται μονομερώς από την κυβέρνηση, όπως θεσπίστηκε με τον ν.4093/2012.
  • Την ολική και 6μηνη επαναφορά της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων. Αυτό σημαίνει ότι, μετά τη λήξη μιας συλλογικής σύμβασης, όλοι οι κανονιστικοί της όροι (και όχι μόνο ο βασικός μισθός και τα τέσσερα παραδοσιακά επιδόματα) θα παραμένουν σε ισχύ για ένα εξάμηνο. Αυτή η ρύθμιση προστατεύει τους εργαζόμενους από την απότομη απώλεια δικαιωμάτων σε περίπτωση αδυναμίας άμεσης σύναψης νέας σύμβασης.
  • Την επαναφορά της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Αυτή η πρόβλεψη, που υπήρχε πριν από τη νομοθετική παρέμβαση του 2019, ενισχύει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, προσφέροντας έναν μηχανισμό επίλυσης διαφορών όταν οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν σε αδιέξοδο.

Ιστορικό πλαίσιο και η κριτική στην κυβερνητική πολιτική

Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής υπογραμμίζει πως οι προτεινόμενες αλλαγές έρχονται ως απάντηση σε ένα «απορρυθμιστικό» νομοθετικό έργο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας τα τελευταία έξι χρόνια, το οποίο, κατά την εκτίμηση του κόμματος, έχει οδηγήσει σε διεύρυνση της εργασιακής ανασφάλειας και μείωση της αγοραστικής δύναμης.

Ανάλυση: Η κριτική αυτή εστιάζει στην αφαίρεση εξουσιοδοτήσεων από τους κοινωνικούς εταίρους και τη μεταφορά τους στην πολιτεία, επισημαίνοντας τις συνέπειες αυτής της μετάβασης.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας:

  • Η Ελλάδα κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ όσον αφορά τον μέσο προσαρμοσμένο ετήσιο μισθό (17.013 ευρώ το 2023), με τη δεύτερη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη μετά τη Βουλγαρία (Eurostat).
  • Το 60,7% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το μηνιαίο εισόδημά τους αρκεί μόλις για 19 ημέρες του μήνα (έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ).
  • Η παραγωγικότητα στην Ελλάδα υποχωρεί σημαντικά, φτάνοντας στο -36,6% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ το 2023 από -21,7% το 2020 (OECD Compendium of Productivity Indicators 2025).

Σημαντικά σημεία της κριτικής αφορούν:

  • Την κατάργηση του «βάσιμου λόγου» απόλυσης (Ν. 4623/2019) και τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.
  • Την προώθηση της ατομικής διαπραγμάτευσης έναντι των συλλογικών.
  • Τη θέσπιση διατάξεων για πολλαπλή απασχόληση (έως 13 ώρες ημερησίως σε δύο ή περισσότερους εργοδότες), που εγείρει ερωτήματα για την τήρηση του 11ωρου συνεχούς ανάπαυσης.
  • Την εισαγωγή συμβάσεων «κατά παραγγελία» (on demand), οι οποίες θεωρούνται πηγή εργασιακής επισφάλειας.
  • Την απουσία ουσιαστικής εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ, η οποία τονίζει τη σημασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Ευρωπαϊκή Οδηγία και η σημασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων

Η τροπολογία επικαλείται ρητά τη σκέψη 25 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041, η οποία προβλέπει ότι «τα κράτη μέλη με υψηλό ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις τείνουν να έχουν μικρό ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων και υψηλούς κατώτατους μισθούς». Η Οδηγία προτρέπει τα κράτη-μέλη με κάλυψη κάτω του 80% (όπως η Ελλάδα που έχει κάλυψη <30%) να θεσπίσουν μέτρα για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Ανάλυση: Το ΠΑΣΟΚ αξιοποιεί αυτή την Οδηγία ως ισχυρό επιχείρημα, εντάσσοντας την πρότασή του στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών επιταγών και αμφισβητώντας την εναρμόνιση της κυβέρνησης με αυτές. Η πρακτική αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν είναι απλώς μια αλλαγή πολιτικής, αλλά μια προσπάθεια ευθυγράμμισης με μια ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική για την κοινωνική σύγκλιση.

Το όραμα για την αγορά εργασίας: Από τον 19ο αιώνα στον 21ο

«Αυτή η πολιτική ούτε εκσυγχρονισμός είναι, ούτε ρεαλισμός. Αναχρονισμός είναι. Πολιτική 19ου αιώνα είναι. Είναι κυνισμός και αναλγησία». Με αυτόν τον εμφατικό τρόπο, η αιτιολογική έκθεση του ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές πολιτικές, αντιπαραβάλλοντάς τες με τις τάσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στην ανάλυση του ΠΑΣΟΚ, ενώ η Ευρώπη επενδύει στην ποιότητα της εργασίας, στην εναρμόνιση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής και εξετάζει ακόμη και το τετραήμερο εργασίας (παραδείγματα Ισπανίας, Ιρλανδίας, Βελγίου), η ελληνική κυβέρνηση προωθεί ένα μοντέλο «φθηνής και απαξιωμένης εργασίας».

Ανάλυση: Η αναφορά στο τετραήμερο εργασίας, αν και δεν αποτελεί άμεση πρόταση της τροπολογίας, λειτουργεί ως ποιοτική αντίθεση στις κυρίαρχες νομοθετικές τάσεις στην Ελλάδα. Υποδηλώνει μια διαφορετική φιλοσοφία για την ανάπτυξη, που δίνει έμφαση στην ανθρώπινη διάσταση και στην ποιότητα ζωής, έναντι μιας αποκλειστικά ποσοτικής προσέγγισης της παραγωγικότητας. Η ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και των συλλογικών συμβάσεων θεωρείται από το ΠΑΣΟΚ ως το θεμέλιο για την επίτευξη ενός μοντέλου ανάπτυξης με κοινωνικό πρόσημο, ικανό να αντιμετωπίσει και το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.

Την τροπολογία υπογράφουν, εκτός από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Νίκο Ανδρουλάκη, πολλοί βουλευτές του κόμματος.

δειτε ακομα

δειτε ακομα