Το τελευταίο τριήμερο του εορταστικού διαλείμματος σηματοδοτεί την επιστροφή της πολιτικής ηγεσίας σε κανονικούς ρυθμούς, με την κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία να επιδιώκουν να επαναστατήσουν από την αίσθηση στασιμότητας που έχει καταλάβει τα δημοσκοπικά τους ποσοστά. Στο επίκεντρο του σχεδίου τους είναι η ανάγκη να δημιουργήσουν μια νέα δυναμική, ιδίως στους πρώτους μήνες του νέου έτους. Είναι κάτι παραπάνω από 1,5 χρόνος που διεξήχθησαν οι εκλογές του 2023, και η αντίστροφη μέτρηση για τις επόμενες εκλογές έχει ήδη αρχίσει, ακόμη και αν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει στην εξάντληση της τετραετίας.
Για τη Νέα Δημοκρατία, η αύξηση του ποσοστού πάνω από το 30% είναι ζωτικής σημασίας. Μια παρατεταμένη στασιμότητα μπορεί να προκαλέσει αμφιβολίες στο εκλογικό σώμα σχετικά με την ικανότητα του κυβερνώντος κόμματος να ξεπεράσει αυτό το επίπεδο. Επιπλέον, η αδυναμία επαρκούς αύξησης των ποσοστών θα έθετε σε κίνδυνο τον στόχο της αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές.
Αντίθετα, μια ανοδική τάση των ποσοστών θα στείλει το μήνυμα ότι η κυβέρνηση αξιοποιεί τη δυναμική της για να αντιμετωπίσει τις κρίσεις που οδήγησαν ορισμένους ψηφοφόρους να στραφούν αλλού. Αυτή η νέα δυναμική θα μπορούσε να τους βοηθήσει να επιδιώξουν ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες στο μέλλον.
Η επιτυχία στην αύξηση των ποσοστών σχετίζεται επίσης με την απόδοση των άλλων κομμάτων. Στη Νέα Δημοκρατία πιστεύουν ότι το ΠΑΣΟΚ πλησιάζει το ανώτατο όριο των ποσοστών του και δεν φαίνεται να έχει πιθανότητες να ξεπεράσει το 20%. Αν η εκτίμηση αυτή επιβεβαιωθεί, η σημαντική διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόμματος θα παραμείνει, γεγονός που θα διευκολύνει τη ΝΔ να θέσει στο προσκήνιο το ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας, το οποίο θα μπορούσε να απειληθεί από μια ενδεχόμενη ακυβερνησία. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το επιχείρημα της σταθερότητας θα είναι αρκετό για να προσελκύσει αυτούς τους αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους προς τη ΝΔ.
Η αναφορά στην ανάγκη αυτή ήταν πιο ευχερής όσο ο κύριος αντίπαλος ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η εμπειρία από την περίοδο που κυβερνούσε, προσέφερε δυναμική στη Νέα Δημοκρατία. Η ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ ως «πράσινου ΣΥΡΙΖΑ» δεν είναι τυχαία; στοχεύει στο να εμφανίσει την αξιωματική αντιπολίτευση με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια είναι σαφώς πιο δύσκολη, καθώς το ΠΑΣΟΚ έχει υπάρξει κατάλληλος πόλος του πολιτικού συστήματος για πολλά χρόνια και παραμένει επίφοβος για ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος.
Η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει επίσης προκλήσεις από τα δεξιά, όπου άλλα κόμματα προσπαθούν να προσελκύσουν το παραδοσιακό συντηρητικό εκλογικό κοινό προβάλλοντας μια πιο συντηρητική ατζέντα. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να στηριχθεί πλήρως από την κυβέρνηση εάν επιθυμεί να διατηρήσει ισχυρές σχέσεις με τον κυβερνητικό χώρο του Κέντρου. Συνεπώς, η ΝΔ πρέπει να ενισχύσει τη θέση της στα δεξιά, περιορίζοντας τη δυναμική των κομμάτων που συγκεντρώνουν την προσοχή τους σε αυτό το κοινό, τα οποία ήδη σημειώνουν ποσοστά μέχρι και 20% σε ορισμένες δημοσκοπήσεις.