Η διαδικασία για τη νομοθέτηση του νέου πλαισίου που σχετίζεται με τον κατώτατο μισθό πλέον πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της, καθώς σήμερα θα είναι στο επίκεντρο του Υπουργικού Συμβουλίου.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το πιο περίπλοκο και λεπτομερές κομμάτι της ρύθμισης, το οποίο αφορά τον προσδιορισμό του νέου κατώτατου μισθού, θα έχει χρόνο έως το 2027, όταν και θα λήξει το ισχύον πλαίσιο που συνδέεται με τα μνημόνια.
Όσοι αναζητούν δεσμευτικές ρυθμίσεις ή απαραβίαστες ασφαλιστικές δικλίδες στην Κοινοτική Οδηγία 2041/2022, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση επαρκών κατώτατων μισθών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενδεχομένως να απογοητευθούν.
Ειδικότερα, αν κάποιος παραλείψει το προοίμιο της Οδηγίας, το οποίο αναφέρεται στην ανάγκη προστασίας των εισοδημάτων και της αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων, θα διαπιστώσει ότι ουσιαστικά πρόκειται για κατευθυντήριες γραμμές. Η ευθύνη για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των κατώτατων μισθών ανατίθεται στις κυβερνήσεις, με βάση τις «εθνικές πρακτικές».
Το πλαίσιο που προτείνεται σύμφωνα με την Κοινοτική Οδηγία εισάγει αυτοματοποιημένες διαδικασίες για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού μετά το 2027, που σημαίνει την κατάργηση των σημερινών Επιτροπών και των εισηγήσεων.
Οι κύριες παράμετροι του νέου κατώτατου μισθού περιλαμβάνουν:
Η αύξηση θα υπολογίζεται μέσω ενός ειδικά σχεδιασμένου αλγόριθμου, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη τον πληθωρισμό που πλήττει τα χαμηλότερα εισοδήματα (το 20% του πληθυσμού) και την παραγωγικότητα της οικονομίας. Αυτό το ζήτημα αναμένεται να προκαλέσει εκτενή συζήτηση σε τεχνικό και πολιτικό επίπεδο. Ο αλγόριθμος θα αποκλείει τις μειώσεις, ακόμα και σε περιπτώσεις αρνητικού πληθωρισμού, με δεδομένα που θα προέρχονται από την ΕΛΣΤΑΤ, εξασφαλίζοντας έτσι την αντικειμενικότητα. Επιπλέον, οι αυξήσεις για τους δημόσιους υπαλλήλους αναμένονται να προκύψουν από αυτόν τον αλγόριθμο, πιθανόν όχι αντίστοιχες με εκείνες στον ιδιωτικό τομέα.
Για την τριετία 2025-2027, θα συνεχιστούν οι γνωστές διαδικασίες, με την κυβέρνηση να αναλαμβάνει τη δέσμευση να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ, καλύπτοντας μια διαφορά 120 ευρώ από τα τρέχοντα επίπεδα. Όπως αναφέρει η ΓΣΕΕ, ο κατώτατος μισθός, ο οποίος είναι κρίσιμος για το ελάχιστο αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης των πιο ευάλωτων εργαζομένων, θα έπρεπε ήδη να έχει προσεγγίσει τα 908 ευρώ αν λάβουμε υπόψη τις απώλειες από τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα. Συγκριτικά με τους άλλους κατώτατους μισθούς στην ΕΕ, οι τελευταίες αυξήσεις δείχνουν ότι έχουμε σημειώσει πρόοδο, όμως παραμένουμε περίπου 30 ευρώ πίσω από τις χώρες όπου ο κατώτατος μισθός ξεπερνά το 1.000 ευρώ.
Η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών ώστε οι μισθολογικές αυξήσεις να προκαλούν θετικό ντόμινο και στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Παππούς στο iefimerida.