«Η Νέα Δημοκρατία έχει διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας μας για πάνω από 50 χρόνια. Όπως όλοι γνωρίζουμε, η διάρκεια είναι ένα σημαντικό κριτήριο για την αξία – και στην πολιτική αυτό ισχύει εξίσου», δήλωσε ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Βασίλης Κικίλιας, κατά τη διάρκεια συνέντευξης του στον Real FM, όπου μίλησε με τους δημοσιογράφους Νίκο Χατζηνικολάου, Αντώνη Δελατόλα και Κάτια Μακρή.
«Στη Ν.Δ. έχουμε πάντα μια κουλτούρα διαλόγου, όπου συμφωνούμε ή διαφωνούμε ανοιχτά. Όλοι οι συμμετέχοντες – στελέχη, βουλευτές, υπουργοί και πρώην πρόεδροι – έχουν την ελευθερία να εκφράζουν τις απόψεις τους», πρόσθεσε ο κ. Κικίλιας.
«Ακούω το τελευταίο διάστημα πολλές τοποθετήσεις σχετικά με βουλευτές που υποβάλλουν ερωτήσεις.Μήπως δεν έχουν το δικαίωμα ή την υποχρέωση να ελέγχουν τους υπουργούς; Αυτό είναι ένα δικαίωμα που απορρέει από το Σύνταγμα», υπογράμμισε, αναφερόμενος και στον Αντώνη Σαμαρά. «Θα ήθελα να θυμίσω ότι στις τελευταίες εκλογές προκριθήκαμε με 41% και εκείνος ήταν στο πηδάλιο της εκλογικής προσπάθειας στην Πελοπόννησο», συμπλήρωσε.
Ιδιαίτερα τόνισε ότι σε άλλα πολιτικά κόμματα, αυτό το πνεύμα που χαρακτηρίζει τη Ν.Δ. είναι άγνωστο, ενώ ανέφερε ότι «οι πρώην πρόεδροι και πρωθυπουργοί στη Ν.Δ. έχουν κερδίσει το δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους οποτεδήποτε, χωρίς να θεωρείται αυτό πρόβλημα». Αναφέρθηκε επίσης στον αείμνηστο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος εξέφραζε τη γνώμη του μέχρι το τέλος της ζωής του, λέγοντας πως η εμπειρία του ήταν ανεκτίμητη.
Στο τέλος, σε ερώτηση σχετικά με τις εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική, ο κ. Κικίλιας ανέφερε: «Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι θέμα συζήτησης η αλλαγή στάσης της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά. Ως μέλος αυτής της κυβέρνησης, δεν γνωρίζω καμία σχετική εξέλιξη πέραν αυτών που επισημαίνουν οι Υπουργός Εξωτερικών και ο Πρωθυπουργός. Οι θέσεις μας είναι σταθερές και αδιαπραγμάτευτες. Εάν η Τουρκία συνεχίσει να υιοθετεί μια αδιάλλακτη στάση, αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Ωστόσο, εμείς έχουμε την υποχρέωση να επιδιώκουμε τον διάλογο. Θέλουμε την ειρήνη και η επικοινωνία δεν σημαίνει ότι απεμπολούμε τα δικαιώματά μας ή την εθνική μας ακεραιότητα», κατέληξε.