Η Τουρκία βρίσκεται σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις με τη Συρία για τη θέσπιση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), όπως δήλωσε ο Τούρκος υπουργός Μεταφορών και Υποδομών, Αμπτουλκαντίρ Ουράλογλου, σε συνέντευξή του που μεταδόθηκε από το τουρκικό κανάλι TGRT Haber.
Η Τουρκία αναδεικνύεται ως ο καίριος παράγοντας στη σύγχυση που επικρατεί στη Συρία μετά την αποδυνάμωση του Άσαντ. Είναι η μόνη χώρα που έχει στείλει στη Δαμασκό τον διευθυντή των μυστικών υπηρεσιών, καθώς και τον προκάτοχό του, που πλέον έχει αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών. Αυτή η κίνηση αποσκοπεί στην αξιολόγηση της καταστροφικής κατάστασης και των προσπαθειών που κατέβαλαν για την υποστήριξη των ισλαμιστών ανταρτών.
Στην παρούσα φάση, η Τουρκία καλείται να κάνει μια στρατηγική αποτίμηση: τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, όπως η ισχυρή παραγωγική βάση, οι ευνοϊκές δημογραφικές συνθήκες, ο καλά εκπαιδευμένος στρατός και τα πολιτιστικά της στοιχεία, προσφέρονται για την προώθηση της λεγόμενης “μαλακής ισχύος”. Αυτή η πολιτική στάση, που περιλαμβάνει απρόβλεπτες και τολμηρές κινήσεις, την έχει φέρει σε διαπραγματευτική θέση ισχύος, ισοσταθμίζοντας τη στρατηγική των Δυτικών δυνάμεων που επικεντρώνεται σε περιοχές γύρω από το Ισραήλ με στόχο τη διάσπαση και την υποταγή του αραβικού κόσμου.
Η αναγνωρίσιμη επιθυμία της Τουρκίας να καταστεί de facto προτεκτοράτο στη Συρία είναι αναμφίβολα μία σπαρμένη με προκλήσεις πορεία. Ωστόσο, καμία άλλη δύναμη δεν έχει την ίδια εικόνα για την κατάσταση στη Συρία και τις δυνατότητες παρέμβασης στο σχεδιασμό του μέλλοντός της. Ως εκ τούτου, κάθε τρίτος εμπλεκόμενος, όπως ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ ή οι ηγέτες των ΗΠΑ και της ΕΕ, αναγκάζεται να διαπραγματεύεται με τον Ερντογάν και τον Φιντάν.
Η πιθανή υπογραφή ενός μνημονίου συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και Συρίας αναμένεται να θεωρηθεί μόνο μία από τις πολλές προκλήσεις της εποχής. Επιπλέον, αυτή η νέα κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε ενεργειακή διασύνδεση των χωρών της περιοχής, περιλαμβανομένου του Ισραήλ με την Τουρκία μέσω του συριακού εδάφους.
Οι προειδοποιήσεις της Άγκυρας αναφορικά με την αναγκαία συμμετοχή της στην ανατολική Μεσόγειο είναι απολύτως βάσιμες. Αυτές οι επισημάνσεις θα ληφθούν σοβαρά υπόψη από χώρες που μέχρι τώρα υποστήριζαν την Ελλάδα.
Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται για την ελληνική διπλωματία είναι πιο ευρύ. Οι εξελίξεις στη Συρία επιβεβαιώνουν την ανακατεύθυνση της τουρκικής πολιτικής, καθώς η Τουρκία, όπως επισημαίνουν σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες, θεωρεί το Χαλέπι “πάντα τουρκικό”, υιοθετώντας απόλυτα επεκτατική πολιτική. Αυτή η στρατηγική περιορίζεται μόνο στα νότια και ανατολικά σύνορα της Τουρκίας; Θα αντέξει ο ελληνοτουρκικός διάλογος των τελευταίων δύο ετών, που έχει λειτουργήσει ως ένα απονομιμοποιητικό εργαλείο για την Τουρκία σε διεθνές επίπεδο, την πίεση ενός τουρκο-συριακού μνημονίου;