Από πέρυσι, παρατηρούμε μια συνεχιζόμενη και σχεδόν επώδυνη κατάρρευση ενός κόμματος που έχει αναλάβει την εξουσία σε μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Σχεδόν καθημερινά, διαπιστώνουμε ότι πρώην κορυφαία στελέχη του, τα οποία πριν από λίγα χρόνια είχαν σημαντική επιρροή, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της εποχής. Έχουν εγκαταλείψει την πολιτική έκφραση και τα επιχειρήματα, και πλέον ασχολούνται μόνο με έντονο προσωπικό ανταγωνισμό, προσπαθώντας να αποδυναμώσουν ο ένας τον άλλον για να καταλάβουν θέσεις εξουσίας.
Ο αντίπαλος είναι εσωτερικός, καθώς κάποιοι έχουν εισέλθει στο προσκήνιο και άλλοι θεωρούν τους εαυτούς τους ιδιοκτήτες του κόμματος, οδηγώντας το σε απαξίωση. Το τελευταίο στρατηγικό λάθος του ήταν οι εκλογές για την ανάδειξη συνέδρων, οι οποίες επισφραγίζουν την εκλογή νέου αρχηγού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί πολιτική αποτυχία, έχοντας απομακρυνθεί από την εικόνα και τα χαρακτηριστικά που τον είχαν καταστήσει ελκυστικό σε εκατομμύρια πολίτες, που ανέμεναν ανανέωση στην πολιτική και μείωση κοινωνικών ανισοτήτων. Η προοδευτική του ταυτότητα υπηρέτησε ως το εύκολο εισιτήριο για την εξουσία.
Η κατάσταση φαινόταν ιδανική για να αναλάβει κάτι νέο, την ώρα που η πολιτική είχε απαξιωθεί και οι παραδοσιακοί πολιτικοί βρίσκονταν σε αδιέξοδο μετά από δεκαετίες διαχείρισης που οδήγησαν τη χώρα σε οικονομική κρίση. Δυστυχώς, οι άνθρωποι που αναλάμβαναν να διαχειριστούν αυτές τις προσδοκίες αποδείχθηκαν απογοητευτικά αναποτελεσματικοί και έχασαν μια σπάνια ευκαιρία στην πολιτική ζωή.
Ωστόσο, ανεξαρτήτως της προσωπικής εκτίμησης περί της περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική αρένα, είναι βέβαιο ότι η ιστορία του ως κυβερνητικού κόμματος θα γίνει αντικείμενο μελέτης σε ακαδημαϊκά κυκλώματα, με το ενδιαφέρον να εστιάζει στις αδυναμίες της αριστεράς και στις δευτερεύουσες δομές του πολιτικού συστήματος που δείχνουν σημάδια παρακμής.
Αν υπάρχει μια μορφή αξιοπρεπούς πολιτικού θανάτου για ένα κόμμα, αυτή είναι η ξαφνική. Αυτή τη στρατηγική ακολούθησαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με την άφιξη του Στέφανου Κασσελάκη, αποφασίζοντας να αποχωρήσουν και να ιδρύσουν τη Νέα Αριστερά. Για αυτούς, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη αποτύχει και οι επόμενες εξελίξεις το επιβεβαίωσαν. Ανεξάρτητα από την τελική τους πορεία, η παρατήρηση ότι το κόμμα τους έχει αρχίσει να μεταμορφώνεται σε ένα ασαφές πολιτικό μόρφωμα με ασάφεια στον λόγο είναι προφανής.
Πολλοί αναρωτιούνται πού θα στραφούν όσοι υποστήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και νιώθουν προδομένοι. Η απάντηση είναι εν μέρει οφθαλμοφανής στις πρόσφατες εκλογές: είτε επέστρεψαν απογοητευμένοι, είτε κατέληξαν σε ένα πρωτοφανές ποσοστό που αγγίζει το 20%, το οποίο πολιτικά τοποθετείται σαφώς δεξιότερα της παραδοσιακής δεξιάς. Αυτό το φαινόμενο, όσο περίεργο και αν φαίνεται, μας παραπέμπει σε ανάλογες καταστάσεις που παρατηρήθηκαν στη Γαλλία πριν από χρόνια.
Εκατομμύρια άνθρωποι από το εργατικό δυναμικό, μια μορφή σύγχρονου προλεταριάτου, απομακρύνθηκαν από τους ιστορικούς ταξικούς τους εκπροσώπους προς το κόμμα του Λεπέν. Αυτή είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση που σχετίζεται με τη λαϊκιστική αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων της εποχής και την αποϊδεολογικοποίηση των πολιτικών θέσεων.