Η πολιτική κατάσταση στη χώρα μας έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο. Όταν δύο πρώην πρωθυπουργοί ασκούν σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση στην οποία ανήκουν, είναι προφανές ότι προκύπτουν σοβαρά ζητήματα για την πλειοψηφία. Η πρόσφατη συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά στο «Βήμα» είχε ως αποτέλεσμα μια αναταραχή, καθώς ζήτησε ανοικτά την παραίτηση του πρωθυπουργού. Η θέση του υπουργού Εξωτερικών είναι στενά συνυφασμένη με την κύρια κυβερνητική πολιτική, κάτι που σημαίνει ότι η απαίτηση για παραίτηση του Γεραπετρίτη υπόνοιαζε στην πραγματικότητα και την παραίτηση του Μητσοτάκη.
Δεν είναι βεβαίως η κατάλληλη στιγμή να αναλύσουμε πώς φτάσαμε σε αυτή την τοξική κατάσταση. Θυμόμαστε πως πριν από ένα χρόνο, ο Α. Σαμαράς ήταν σε περιοδεία στην Πελοπόννησο, προσπαθώντας να ενισχύσει τη στήριξή του στις τοπικές εκλογές.
Η απόφαση του πρωθυπουργού να διαγράψει τον βουλευτή ήταν επιβεβλημένη, όχι μόνο λόγω των διαρκών επαναλαμβανόμενων απόψεών του για εθνικά ζητήματα και την «woke» ατζέντα, αλλά κυρίως επειδή αμφισβήτησε τον πατριωτισμό του υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος είναι στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού. Αυτό είναι και το κρίσιμο σημείο.
Και τώρα ποια είναι η επόμενη κίνηση; Η κυβέρνηση θα προχωρήσει κανονικά, και οποιοσδήποτε βουλευτής επιθυμεί να αποχωρήσει, έχει το δικαίωμα να το πράξει. Να θυμίσουμε ότι πάντα υπάρχει η εναλλακτική των εκλογών με λίστα, ένα ισχυρό εργαλείο που διαθέτει ο πρωθυπουργός. Κάθε πολιτικός αναλαμβάνει τις ευθύνες των επιλογών του.
Πρώτη προτεραιότητα παραμένει η διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας ώστε να αποφευχθούν αναταραχές στη χώρα, ειδικά σε αυτή την ευαίσθητη διεθνή συγκυρία. Η ευθύνη για αυτό βαρύνει αποκλειστικά τους κυβερνητικούς βουλευτές. Οι συγκρίσεις με το παρελθόν δεν βοηθούν, καθώς δεν προσφέρουν λύσεις και εντείνουν τις εντάσεις, κάτι που είναι περιττό σε αυτή την περίσταση.
Επιπλέον, η διαγραφή του Α. Σαμαρά στέλνει ένα σαφές μήνυμα: ο πρωθυπουργός δεν θα διστάσει να καταφύγει και στο χαρτί των εκλογών αν θεωρεί ότι είναι απαραίτητο.