Λίγο πριν από τις εορτές των Χριστουγέννων, η Γαλλία βρίσκεται μπροστά σε μια «τέλεια καταιγίδα» δημοσιονομικών και πολιτικών προκλήσεων, σύμφωνα με το Politico. Η κυβέρνηση του Μπαρνιέ προσπάθησε να βάλει τάξη στα οικονομικά της χώρας, προτείνωντας έναν προϋπολογισμό που περιλάμβανε σημαντικές περικοπές ύψους 40 δισ. ευρώ και αύξηση φόρων κατά 20 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η κυβέρνηση αντιμετώπισε κατάρρευση εξαιτίας της αντιπολίτευσης του Νέου Λαϊκού Μετώπου της Αριστεράς και της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης της Λεπέν.
Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η ψηφοφορία μομφής είναι η πρώτη επιτυχής από το 1962, όταν η κυβέρνηση Πομπιντού υπήρξε ηττημένη, υπό την προεδρία του Σαρλ ντε Γκωλ. Παράλληλα, η Γερμανία επίσης αντιμετωπίζει σοβαρές πολιτικές δυσκολίες με την κυβέρνηση του Σολτς, γεγονός που οδηγεί τη χώρα σε πολιτική αδράνεια.
Όταν η κατάσταση επιδεινώνεται τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά στον γαλλογερμανικό άξονα – τις δύο ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης – τότε είναι σαφές ότι η κατάσταση δεν είναι ευνοϊκή για κανέναν.
Αυτή η κατάσταση επαναφέρει το ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας στην ατζέντα του Μαξίμου. Οι γαλάζιοι εντοπίζουν έναν «μπαμπούλα» από το εξωτερικό που θα μπορούσε να ενισχύσει τη στρατηγική τους. «Δείτε τι συμβαίνει στο Παρίσι και το Βερολίνο…» είναι φράση που ακούγεται ολοένα και περισσότερο από κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού.
Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να εκμεταλλευτεί τις εξελίξεις στη Γαλλία, προβάλλοντας τες ως παραδείγματα προς αποφυγή. Στόχος της είναι να κινητοποιήσει τόσο τη συντηρητική βάση της ΝΔ όσο και τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους, οι οποίοι θεωρούν τη σταθερότητα ως ύψιστη προτεραιότητα.
Η πρόκληση είναι μεγάλη και επείγουσα, καθώς το πολιτικό Κέντρο έχει και άλλον ανταγωνιστή – το ΠΑΣΟΚ.
Η αναφορά της κυβέρνησης στην εποχή του ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτει πολλά. «Δεν υπήρξε συμμαχία Καμμένου-ΣΥΡΙΖΑ; Αυτοί σχημάτισαν κυβέρνηση. Σχηματίζεται συχνά ένα λαϊκίστικο μέτωπο που, αν και προέρχεται από διαφορετικές ιδεολογίες, υιοθετεί κοινά απολιτικά αιτήματα. Αυτές οι θρυλούμενες λύσεις δεν είναι πραγματικές», αναφέρει ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήδη απορρίπτει οποιαδήποτε κίνηση (όπως πρόωρες εκλογές ή τροποποιήσεις του εκλογικού νόμου) που θα μπορούσε να προκαλέσει αποσταθεροποίηση. Με αυτό τον τρόπο, καταβάλλει προσπάθειες να διατηρήσει το προφίλ της «θεσμικότητας» που επιδιώκει να εδραιώσει ο ίδιος και η κυβέρνησή του, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του «εγγυητή» της πολιτικής σταθερότητας.
Οι δηλώσεις του Μητσοτάκη στο CNN είναι αποκαλυπτικές. «Εκπροσωπώ μια χώρα που έχει διαγράψει μια αξιοθαύμαστη πορεία ανάκαμψης», δήλωσε στον Ρίτσαρντ Κουέστ από το Λονδίνο. Σχολιάζοντας την κατάσταση σε Γαλλία και Γερμανία, τόνισε πως «η Ελλάδα είναι σε θέση να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα. Υπάρχουν χώρες που αυξάνουν τους φόρους, ενώ εμείς τους μειώνουμε. Υπάρχουν χώρες που βλέπουν πτώση στη μεταποίηση, ενώ στην Ελλάδα η κατάσταση βελτιώνεται. Έτσι, έχουμε τουλάχιστον την ικανότητα να έρθουμε σε διαπραγμάτευση έχοντας τα του οίκου μας σε τάξη».
Αν και σε πολιτικό επίπεδο το αφήγημα της σταθερότητας προωθείται με κάθε τρόπο, στην οικονομία η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει τις σκληρές πραγματικότητες, αναγκάζοντάς την να αποδεχθεί δύσκολες παραδοχές.
Το περιβάλλον του Πρωθυπουργού έχει ήδη δώσει εντολές στα κυβερνητικά στελέχη να αντιληφθούν την καθημερινότητα όπως τη βιώνουν οι πολίτες, αναγνωρίζοντας την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στα τοπικά προβλήματα και τα μακροοικονομικά στοιχεία.