Εκλογικός Νόμος: Νέες Προτάσεις για Αλλαγές

Το τελευταίο διάστημα, το γραφείο του Πρωθυπουργού εξετάζει προτάσεις για την αύξηση του εκλογικού ορίου εισόδου στη Βουλή, προτείνοντας να ανέβει στο 5% από το 3% που ισχύει σήμερα.

Από την πλευρά του, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εκφράζει ανησυχία για το κατά πόσο είναι η κατάλληλη στιγμή για μια τέτοια συζήτηση, υπογραμμίζοντας ότι ενδεχόμενη αλλαγή θα μπορούσε να προκαλέσει περιττή εκλογολογία, τη στιγμή που η κυβέρνηση προσπαθεί να προχωρήσει με τις μεταρρυθμίσεις της. Οι αρμόδιοι του υπουργείου Εσωτερικών συμμερίζονται αυτήν την επιφυλακτικότητα. Παράλληλα, ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης ανέφερε πρόσφατα ότι «είμαι υπέρ της αλλαγής του εκλογικού νόμου, καθώς πιστεύω σε ισχυρές κυβερνήσεις. Η στάση μου δεν αλλάζει».

Σημαντικές είναι οι αναφορές που κάνουν οι υποστηρικτές της πρότασης σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν στασιμότητα στις προτιμήσεις για τη Ν.Δ., καθώς τα ποσοστά της είναι παρόμοια με αυτά των ευρωεκλογών του Ιουνίου. Αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο όπου δεν φαίνεται να επωφελείται από τις απώλειες των αριστερών κομμάτων. Αξιοσημείωτο είναι ότι το τρέχον εκλογικό όριο εισόδου έχει τεθεί από το 1993.

Η ακριβής εκτίμηση του ορίου αυτοδυναμίας είναι δύσκολη, καθώς εξαρτάται από το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν το 3% για να μπουν στη Βουλή. Σύμφωνα με το υφιστάμενο εκλογικό σύστημα, το πρώτο κόμμα που επιτυγχάνει ποσοστό 25% ή άνω κερδίζει 20 έδρες ως μπόνους, ενώ για κάθε επιπλέον 0,5% αποκτά μία επιπλέον έδρα. Με αυτό στον νου, για να κερδηθεί το μέγιστο μπόνους των 50 εδρών, απαιτείται ποσοστό 40% (οι 30 επιπλέον έδρες προκύπτουν από το 0,5% επί 15%). Ο σχεδιασμός στο Μέγαρο Μαξίμου περιλαμβάνει και αλλαγές στον υπολογισμό του μπόνους. Αν το κρίσιμο 0,5% μειωθεί στο 0,4%, τότε το πρώτο κόμμα θα χρειαστεί περίπου 36,5% για το μέγιστο μπόνους. Μια δεύτερη πρόταση είναι εάν η διαφορά του πρώτου με το δεύτερο κόμμα ξεπερνά τις οκτώ μονάδες, τότε το πρώτο κόμμα μπορεί να αποκτήσει μπόνους δέκα εδρών.

Από το 1974 μέχρι σήμερα, έχουν εφαρμοστεί εννέα διαφορετικά εκλογικά συστήματα. Οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο εκλογικός νόμος του 1977 θεωρείται ο πιο «σκληρός», απαιτώντας από ένα κόμμα να ξεπεράσει το 17% για να συμμετάσχει στη δεύτερη κατανομή. Ωστόσο, αυτός ο νόμος καταργήθηκε το 1985 από το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου. Εκείνη τη χρονιά, οι εκλογές έγιναν για πρώτη φορά με λίστα και πραγματοποιήθηκαν κάποιες μικρές τροποποιήσεις στη διαδικασία κατανομής των εδρών. Ο νόμος του Τσοχατζόπουλου το 1989 ήταν πιο κοντά στην απλή αναλογική, περιορίζοντας την πιθανότητα αυτοδυναμίας. Είναι ενδεικτικό ότι η Νέα Δημοκρατία χρειάστηκε σχεδόν το 49% των ψήφων για να σχηματίσει κυβέρνηση.

Έτσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχωρά σε αλλαγές στον νόμο Τσοχατζόπουλου, με στόχο την ενίσχυση μιας ισχυρής αυτοδύναμης κυβέρνησης. Επιπρόσθετα, έχει προταθεί στην Βουλή η διαδικασία «εξομάλυνσης», η οποία συνδέεται με την αναλογία ψήφων και εδρών. Έτσι, κάθε κόμμα εξασφαλίζει εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο κατά 70%. Σύμφωνα με αυτή τη διαδικασία, ένα κόμμα που δεν καταλαμβάνει τον αριθμό των βουλευτών που αντιστοιχεί στις ψήφους του, αποκτά επιπλέον έδρες ώστε να φτάσει το 70%. Ο «νόμος Κούβελα» ίσχυε έως το 2004. Ο εκλογικός νόμος Σκανδαλίδη κατηγοριοποιούσε τον αριθμό των εδρών που θα έπαιρνε ένα κόμμα άμεσα βάσει του ποσοστού του, φτάνοντας την αναλογικότητά του στο 87%. Για πρώτη φορά δόθηκε μπόνους 40 εδρών στο πρώτο κόμμα. Το 2008, με τον νόμο του τότε υπουργού Εσωτερικών και μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, το πρώτο κόμμα έλαβε 50 έδρες ως μπόνους, με την αναλογικότητά του να αγγίζει το 83,3%.

δειτε ακομα

δειτε ακομα