Αυτή την εβδομάδα, μετά τη συνάντηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, φαίνεται ότι βρισκόμαστε στο τέλος της παραφιλολογίας που έχει επικρατήσει σχετικά με την υποψηφιότητα για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η διαδικασία επιλογής υποψηφίου είχε μετατραπεί σχεδόν σε αίνιγμα, με τουλάχιστον δέκα ονόματα να κυκλοφορούν στα τηλεοπτικά πάνελ. Κάθε συμμετέχων υποστήριζε ότι κατέχει «πληροφορίες» που στην πραγματικότητα ήταν απλές εικασίες.
Φυσικά, το Μέγαρο Μαξίμου δεν έμεινε αμέτοχο, καθώς βρέθηκε υπό πίεση από εσωτερικές αντιδράσεις σχετικά με την ισότητα στον γάμο. Έτσι, άρχισε να κυκλοφορεί η φημολογία για υποψηφιότητες από την κυβερνητική πλευρά, όπως οι κ. Δένδιας και Τασούλας.
Μάλιστα, η κατάχρηση του θεσμού φαίνεται να προέρχεται κυρίως από κόμματα της ήσσονος αντιπολίτευσης. Ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης, έσπευσε να προτείνει τον πρόεδρο της Αρχής για τη Διασφάλιση του Απορρήτου.
Ο Χαρίτσης, προσπαθώντας να ξεφύγει από την πολιτική του ανυπαρξία, απέστειλε επιστολές σε ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και Πλεύση Ελευθερίας, ζητώντας μια κοινή προσέγγιση ως προς το προτεινόμενο πρόσωπο. Ωστόσο, η απουσία ανταπόκρισης από τα άλλα κόμματα μαρτυρά την ελάχιστη πολιτική βαρύτητα του 1,5% του κόμματός του.
Η πρόταση για τον Ράμμο φυσικά, υπονόμευσε την αίσθηση ουδετερότητας που θα έπρεπε να διατηρεί. Εξελίχθηκε σε εργαλείο στο πολιτικό παιχνίδι, κάτι που επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Ράμμος, αμφισβητώντας τις κατηγορίες περί προσωπικής ατζέντας στην υπόθεση των παρακολουθήσεων.
Ο Σωκράτης Φάμελλος ακολούθησε τη στρατηγική του Χαρίτση, εκμεταλλευόμενος την προεδρική εκλογή ως βήμα για την ενίσχυση της αντιπολιτευτικής ενότητας. Κατά δήλωσή του, επιδιώκει μια υποψηφιότητα που θα ενώσει τα προοδευτικά κόμματα της χώρας.
Αυτή η προσέγγιση σημαίνει ότι η υποψηφιότητα δεν αξιολογείται με βάση την προσωπική αξία του υποψηφίου, αλλά κυρίως με την ικανότητά του να εξυπηρετήσει την πολιτική ατζέντα της αντιπολίτευσης.
Η υποψηφιότητα χρήζει προσεκτικής διαχείρισης, με τον Φάμελλο να επισημαίνει ότι στοχεύει στη διαδικασία ενίσχυσης των προοδευτικών δυνάμεων.
Πρόκειται για διαστρέβλωση και υποτίμηση του θεσμού. Ο προορισμός του Προεδρεύοντα της Δημοκρατίας δεν είναι να ενώνει τα προοδευτικά κόμματα, αλλά να ενσωματώνει το ελληνικό έθνος στην σφαίρα εξωτερικών σχέσεων, ακόμα και αν οι δυνατότητές του έχουν περιοριστεί από το 1986.
Σύμφωνα με τους ειδικούς στο Συνταγματικό Δίκαιο, ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει ενοποιητικό ρόλο εντός της πολιτείας, αποφεύγοντας τις κομματικές αντιπαραθέσεις. Ο ρόλος αυτός δεν αφορά την εκπροσώπηση απλά των πολιτικών τάσεων αλλά την εκφραστική υποστήριξη του έθνους σε ένα διεθνές πλαίσιο.
Έτσι, η εκλογή του δεν θα πρέπει να αφορά μόνο την ενότητα μεταξύ των «προοδευτικών κομμάτων», αλλά τη συνολική ενότητα του ελληνικού λαού.