Μετά την ανακοίνωση του Κωνσταντίνου Τασούλα για την Προεδρία της Δημοκρατίας από τον πρωθυπουργό, το πολιτικό σκηνικό της χώρας αλλάζει δραστικά. Στο επίκεντρο των συζητήσεων, μετά από πολλές εικασίες και προτάσεις, ο κ. Μητσοτάκης επιλέγει έναν υποψήφιο με διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου του 2020, η οποία είχε φέρει μια σειρά από ανατροπές στο πολιτικό παιχνίδι.
Ο Κωνσταντίνος Τασούλας, πρώην πρόεδρος της Βουλής, βελτιώνει τη δυναμική της Νέας Δημοκρατίας με την επιλογή του. Αυτή η κίνηση στέλνει θετικά μηνύματα στην κεντροδεξιά εκλογική βάση, ενισχύοντας τη συνοχή της κυβερνητικής ομάδας. Η θέση του Νικήτα Κακλαμάνη ως προεδρεύοντος της Βουλής, προσφέρει επιπλέον στήριξη στο σχήμα, καθώς διατηρεί ισχυρές σχέσεις με τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας, δίνοντάς τους αίσθηση ενότητας.
Η διαδικασία εκλογής του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας προγραμματίζεται για τις 12 Φεβρουαρίου, οπότε θα απαιτηθεί πλειοψηφία 151 βουλευτών στην 4η ψηφοφορία. Αυτό το γεγονός αναμένεται να πυροδοτήσει ένα νέο κύμα σεναρίων, που σχετίζονται με την ανανέωση της κυβερνητικής εικόνας μέσω υπουργικών αλλαγών.
Στο πλαίσιο αυτό, δύο κυρίαρχες θεώρησες περί ανασχηματισμού συζητούνται ευρέως εντός και εκτός Βουλής.
Η πρώτη εκτίμηση προτείνει ότι ο κυβερνητικός ανασχηματισμός θα μπορούσε να γίνει στο τέλος Ιουνίου, ολοκληρώνοντας τα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης. Αναμένοντας μια σημαντική σειρά μεταρρυθμίσεων, αυτή η χρονική στιγμή θα σηματοδοτούσε μια δυναμική είσοδο στο δεύτερο μισό της κυβερνητικής θητείας του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος γενικά δεν ευνοεί τις συχνές αλλαγές.
Η δεύτερη εκτίμηση υποστηρίζει ότι ο ανασχηματισμός θα μπορούσε να γίνει αμέσως μετά την εκλογή του κ. Τασούλα. Αυτή η κίνηση θα έδινε χρόνο στα νέα μέλη της κυβέρνησης να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις τους, ειδικά με την έλευση των θερινών μηνών και τις αναμενόμενες προκλήσεις. Επιπλέον, θα άφηνε περιθώριο σε βουλευτές, που τώρα δεν πρόκειται να συμμετάσχουν, να ελπίζουν σε μια υπουργική θέση πριν από τις εκλογές του 2027.