Σύμφωνα με μια Ευρωπαία αξιωματούχο, η έλευση και η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης ενδέχεται να διευρύνει το τεχνολογικό χάσμα ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ τις επόμενες χρόνια. Αυτό το χάσμα σχετίζεται με την πολύπλοκη νομοθεσία στην Ευρώπη, τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, καθώς και τις αδυναμίες του χρηματοδοτικού συστήματος της περιοχής.
Η Κριστίν Λαγκάρντ υποστηρίζει την απλοποίηση των νόμων που διέπουν την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης στην Ευρώπη. Αναφέρει ότι λόγω της πολυπλοκότητας αυτού του πλαισίου, πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επιλέγουν να μετακομίσουν στις ΗΠΑ.
Η Λαγκάρντ τονίζει επίσης ότι στις ΗΠΑ υπάρχουν μηχανισμοί που διευκολύνουν την ενεργοποίηση των συνταξιοδοτικών ταμείων και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων, κατευθύνοντας τους επενδυτές προς τομείς που θα μπορούσαν να φέρουν μελλοντική ανάπτυξη. Για να προχωρήσει η Ευρώπη, επισημαίνει ότι είναι κρίσιμη η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών της και ότι οι χώρες θα πρέπει να περιορίσουν τις εθνικές τους απαιτήσεις κάνοντάς «κοινό ό,τι καλύτερο έχουν».
Αναφορικά με το γεγονός ότι μέχρι σήμερα έχουν εκταμιευθεί μόλις το μισό από το ευρωπαϊκό δάνειο των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ που αποφασίστηκε το 2020, η Λαγκάρντ αναφέρει ότι παρόμοια προβλήματα υπήρξαν και κατά τη διάρκεια της ελληνικής οικονομικής κρίσης το 2010-2015, όταν οι εθνικές διοικήσεις δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν τις διαθέσιμες χρηματοδοτήσεις. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία.
Σχετικά με την πιθανότητα αύξησης του προστατευτισμού στις ΗΠΑ, ειδικά σε περίπτωση επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, η Ευρωπαία αξιωματούχος αποφεύγει να πάρει θέση υπέρ κάποιας υποψηφιότητας. Επισημαίνει ότι αν το διεθνές εμπόριο διασπαστεί, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πτώση της διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας κατά 9% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Ωστόσο, δεν θεωρεί ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος επιστροφής σε ύφεση στην Ευρώπη το 2025 ή το 2026, ούτε και αναμένει υπερβάσεις του πληθωρισμού σε διψήφια ποσοστά όπως συνέβη τα προηγούμενα χρόνια. Καταλήγοντας, η Κριστίν Λαγκάρντ δεν αποκλείει ενδεχόμενη μείωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων, ούτε πιστεύει ότι ένα σύστημα πληρωμών που να παρακάμπτει το δολάριο θα μπορούσε να αναπτυχθεί από χώρες BRICS στο προβλέψιμο μέλλον.