Η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση παγκοσμίως σε ό,τι αφορά τις βέλτιστες διαδικασίες διαγωνισμού στα έργα Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), όπως αποκαλύπτει η νέα έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας με τίτλο «Benchmarking Infrastructure Development 2024».
Ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Νίκος Παπαθανάσης, σημείωσε ότι οι διαδικασίες αξιολόγησης περιλαμβάνουν κριτήρια όπως η προώθηση υγιούς ανταγωνισμού, η οικονομική βιωσιμότητα των έργων και η διαφάνεια στους διαγωνισμούς.
Η Μονάδα Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα του υπουργείου έχει αναπτύξει πρωτοποριακές μεθόδους χρηματοδότησης για τα έργα. Η εμπλοκή Ευρωπαϊκών Τραπεζών, όπως η EIB και η EBRD, καθώς και η συνδυασμένη χρήση ευρωπαϊκών και ιδιωτικών κεφαλαίων αφενός, και η αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων, αφετέρου, ενισχύουν τη θέση της Ελλάδας ως ενός από τους πιο καινοτόμους παίκτες στον τομέα της χρηματοδότησης ΣΔΙΤ.
Ο κ. Παπαθανάσης δήλωσε: «Αυτή η αναγνώριση από την Παγκόσμια Τράπεζα επιβεβαιώνει την πρόοδο της χώρας μας και αναδεικνύει τις σωστές κατευθύνσεις που έχουν ακολουθηθεί από τις κυβερνήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δείχνει ότι η ανάπτυξη δεν είναι προϊόν συγκυριών, αλλά αποτέλεσμα μιας καλά σχεδιασμένης πολιτικής, καλή οργάνωσης και σκληρής δουλειάς. Επιπλέον, είναι μια ισχυρή απάντηση στις αναφορές για μπορούν προκλήσεις όπως η αδιαφάνεια και η αναποτελεσματικότητα στις διαδικασίες ΣΔΙΤ. Με στρατηγικό σχεδιασμό και εξειδικευμένες επενδύσεις, στοχεύουμε στην αναβάθμιση υποδομών και την ενίσχυση της καθημερινής ζωής των πολιτών, διασφαλίζοντας νέες θέσεις εργασίας και αύξηση εισοδημάτων για όλους.»
Από την πλευρά του, ο διευθυντής της Μονάδας ΣΔΙΤ, Νίκος Σέργης, τόνισε τη σημασία αυτών των συμπράξεων για την υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής, υπογραμμίζοντας ότι συνδυάζουν τη δυναμική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα με τη στρατηγική προσέγγιση του δημόσιου τομέα. «Η χώρα ακολουθεί καλύτερες πρακτικές στη διαδικασία των έργων, εξασφαλίζοντας ταχύτητα και αποτελεσματικότητα, προσφέροντας ίσες ευκαιρίες στους συμμετέχοντες. Αυτό δημιουργεί ένα πλαίσιο διαφάνειας που ενισχύει την εμπιστοσύνη της αγοράς και προσελκύει επενδυτές που επιθυμούν να συμμετάσχουν σε μεγάλης κλίμακας αναπτυξιακά έργα.»