Μέχρι το 2028, η ΕΛΣΤΑΤ έχει αναλάβει την πρωτοβουλία να αναπτύξει δύο επιπλέον δείκτες, οι οποίοι θα είναι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση του νέου κατώτατου μισθού. Αυτοί οι δείκτες θα σκοπεύουν να αντικατοπτρίσουν καλύτερα τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα της οικονομίας, προσφέροντας νέα δεδομένα στον τομέα της αμοιβής.
Κάπως έτσι, μέχρι την ολοκλήρωση αυτού του έργου, η διαδικασία για την καθορισμένη αποδοχή στον ιδιωτικό τομέα θα παραμείνει στον ίδιο ρυθμό. Από το 2025 ωστόσο, αντί να στέλνουν ξεχωριστές προτάσεις στο Υπουργείο Εργασίας, οι κοινωνικοί εταίροι θα συγκροτήσουν μια Επιτροπή Διαβούλευσης.
Αυτή η Επιτροπή θα αποτελείται από εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, καθώς και λοιπών φορέων της οικονομίας, όπως η ΕΛΣΤΑΤ, η Τράπεζα της Ελλάδος, και η ΔΥΠΑ. Ο ρόλος της θα είναι να αναβαθμιστεί μέσα στο 2027, όταν και θα αρχίσει η εφαρμογή του μαθηματικού τύπου.
Επιπλέον, η νέα Επιτροπή θα έχει ως αρμοδιότητα και την προώθηση της συζήτησης σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Πρόκειται για ένα κομβικό ζήτημα, καθώς η ΕΕ στοχεύει να αυξήσει στο 80% τους εργαζομένους στη χώρα που θα καλύπτονται από κάποια μορφή Συλλογικής Σύμβασης, από το σημερινό ποσοστό του 25%.
Αξιοσημείωτος στόχος είναι ο κατώτατος μισθός να φτάσει τα 950 ευρώ έως το 2027, και ο μέσος μισθός να ανέρχεται στα 1.500 ευρώ.
Θολά σημεία
Ωστόσο, τόσο η Επιτροπή Διαβούλευσης όσο και το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων ενδέχεται να κρύβουν θολά σημεία, κυρίως καθώς πλησιάζει η ολοκλήρωση του τελικού σχεδίου νόμου για την Κοινοτική Οδηγία σχετικά με τις βασικές αποδοχές.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές δηλώσεις:
- Επιτροπή Διαβούλευσης: Από τις αρχές του 2025, θα συγκροτηθεί η Επιτροπή Διαβούλευσης, όπου θα συμμετάσχουν εκπρόσωποι όλων των Κοινωνικών Εταίρων και φορέων της Οικονομίας (όπως η ΕΛΣΤΑΤ και η Τράπεζα της Ελλάδας). Ο σκοπός της είναι να καθορίσουν τις βασικές παραμέτρους που θα χρησιμοποιηθούν για τον μαθηματικό τύπο. Είναι μια διαρκής διαδικασία τοποθέτησης, για να διευκολυνθεί η σαφήνεια των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, το συμβουλευτικό της πεδίο μπορεί να αμφισβητήσει την εφαρμογή των συμπερασμάτων της, ειδικά δεδομένου ότι ο μαθηματικός τύπος ενδέχεται να απομακρύνει την ιδέα ενσωμάτωσης του κατώτατου μισθού στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), όπως συνέβαινε μέχρι το 2012.
- Συλλογικές διαπραγματεύσεις: Η κυβέρνηση προγραμματίζει το διάλογο με τους συνδικαλιστικούς φορείς, προκειμένου να διαμορφώσει το «οδικό χάρτη» για τη βελτίωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ένα χρόνο μετά την ψήφο της Κοινοτικής Οδηγίας. Ωστόσο, δεν μνημονεύει καθόλου τις παραμέτρους αυτού του «οδικού χάρτη». Μια βασική απαίτηση των συνδικάτων είναι η αποκατάσταση του καθεστώτος της μετενέργειας στις συλλογικές συμβάσεις, δηλαδή να υπάρχει ένα περιθώριο έως έξι μηνών για τη διατήρηση της ισχύος τους μέχρι την υπογραφή της επόμενης Σύμβασης. Αυτό το καθεστώς έχει ανατραπεί κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου και η απόφαση της κυβέρνησης θα κρίνει εάν αυτό το ζήτημα θα είναι υπόκεινται σε διαπραγμάτευση. Το ίδιο ισχύει και για άλλα ζητήματα που σχετίζονται με την αναδιάρθρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπως ο ρόλος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), η δυνατότητα επέκτασης μιας σύμβασης, και η συνδικαλιστική εκπροσώπηση σε κλάδους.