Η αναιμική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ αναδεικνύεται σε πρόσφατη έκθεση που δημοσιεύει το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών σε συνεργασία με το δίκτυο δεξαμενών σκέψης EPICENTER.
Η μελέτη εστιάζει στις βασικές διαρθρωτικές αδυναμίες που περιορίζουν την οικονομική ανάπτυξη, προτείνοντας μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγικότητα, την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία στην περίοδο 2025-2030.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, το 2024, η Ελλάδα κατέχει την 45η θέση στον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας και την 25η θέση στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της ΕΕ, με σημαντικές αποκλίσεις από τον μέσο όρο της Ευρώπης σε πολλές υποκατηγορίες.
Παρά την καλή επίδοση στον τομέα του ανθρώπινου κεφαλαίου και τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην ψηφιοποίηση και την καινοτομία με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα, η Ελλάδα αναδεικνύεται αδύναμη στην ανάπτυξη της αγοράς, της επιχειρηματικότητας, και των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών.
Όσον αφορά τη σύγκριση Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ, οι αιτίες του χάσματος στην έρευνα και την καινοτομία εντοπίζονται στην περιορισμένη ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ευρώπη – και ειδικότερα στην Ελλάδα – καθώς και στην προσπάθεια της ΕΕ να επιβάλει κανονισμούς στην τεχνολογία, κάτι που μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην καινοτομία. Για να ενισχυθεί η καινοτομία και η ψηφιακή οικονομία, προτείνεται η βελτίωση των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών και υποδομών, η κατάργηση περιορισμών που εμποδίζουν την ανάπτυξη, και η αναβάθμιση των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.
Η μελέτη αναδεικνύει ότι η έλλειψη αναπτυγμένων κεφαλαιαγορών και ιδιωτικών χρηματοδοτικών εργαλείων αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες για την υστέρηση της ΕΕ – και ειδικότερα της Ελλάδας – σε σχέση με τις ΗΠΑ στον τομέα της τεχνολογίας και της καινοτομίας. Ο συνδυασμός γραφειοκρατικών διαδικασιών, υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων και περιορισμένων χρηματοδοτικών επιλογών καθιστά δύσκολη τη δημιουργία και ανάπτυξη καινοτόμων επιχειρήσεων, επιβαρύνοντας την οικονομική προοπτική της χώρας.
Τα κύρια ευρήματα της μελέτης περιλαμβάνουν:
- Η Ελλάδα το 2024 βρίσκεται στην 45η θέση από 133 χώρες στον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας, ο οποίος αξιολογεί την ικανότητα παραγωγής καινοτομίας σε τομείς όπως το ανθρώπινο κεφάλαιο, το θεσμικό περιβάλλον, η επιχειρηματική ανάπτυξη, οι υποδομές, και οι τεχνολογικές εξελίξεις. Αξιολογείται επίσης στην 38η θέση από 51 χώρες υψηλού εισοδήματος και στην 28η θέση από 39 ευρωπαϊκές οικονομίες.
- Η καλύτερη κατάταξή της στον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας σημειώνεται στην υποκατηγορία Ανθρώπινο κεφάλαιο και έρευνα, με επίδοση υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (+1,82 μονάδες). Στις υπόλοιπες υποκατηγορίες, η βαθμολογία της είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, με τις μεγαλύτερες αποκλίσεις να καταγράφονται στην επιχειρηματική ανάπτυξη και στις επενδύσεις (-10,03 και -15,95 μονάδες αντίστοιχα).
- Η Ελλάδα κατέχει την 25η θέση ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI), με τις παρατηρήσεις να δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καταγράφοντας την πρόοδο στον ψηφιακό τομέα.
- Η μεγαλύτερη δυσκολία για την Ελλάδα στην ψηφιακή εποχή εντοπίζεται στην υποκατηγορία Ψηφιακές Δημόσιες Υπηρεσίες, όπου κατατάσσεται σχεδόν τελευταία, με σημαντική απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (-27,9 μονάδες στα 100). Στις άλλες τρεις υποκατηγορίες (ανθρώπινο κεφάλαιο, συνδεσιμότητα και ενσωμάτωση ψηφιακής τεχνολογίας) η Ελλάδα καταλαμβάνει την 22η θέση, αλλά στη συνδεσιμότητα η διαφορά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι ιδιαίτερα μεγάλη (-10,3 μονάδες στα 100).
- Οι λόγοι για το χάσμα στην έρευνα και την καινοτομία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ περιλαμβάνουν την υποανάπτυξη των ευρωπαϊκών και ειδικότερα των ελληνικών χρηματοπιστωτικών αγορών και των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων συνταξιοδότησης, καθώς και την επιδίωξη της ΕΕ να γίνει μια ρυθμιστική δύναμη στην τεχνολογία, γεγονός που αποθαρρύνει την καινοτομία.
Ο Γενικός Διευθυντής του ΚΕΦΙΜ και συγγραφέας της μελέτης, Νίκος Ρώμπαπας, δήλωσε: «Κάθε αισιόδοξη προσδοκία για το μέλλον της χώρας μας εξαρτάται από τη σημαντική βελτίωση των επιδόσεών μας στην καινοτομία και την ψηφιακή οικονομία. Το χάσμα που πρέπει να γεφυρωθεί τόσο με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όσο και με τις παγκόσμιες πρωτοπόρους είναι μεγάλο και οι απαραίτητες παρεμβάσεις πρέπει να είναι άμεσες και αποτελεσματικές. Η απλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου, η δημιουργία ενός δυνατού κεφαλαιακού συστήματος για τις συντάξεις, η επένδυση σε υποδομές και στη σύγχρονη εκπαίδευση θα πρέπει να είναι προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής».