Από αύριο ξεκινά ένας νέος κύκλος αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας από τους κορυφαίους διεθνείς οίκους, με τα αποτελέσματα να αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τις αγορές.
Η πρώτη αξιολόγηση από τον καναδικό οίκο DBRS και οι προσδοκίες
Η αυριανή ημέρα, Παρασκευή, φέρνει την πρώτη αξιολόγηση από τον καναδικό οίκο DBRS, ο οποίος για δεύτερη φορά μέσα στο τρέχον έτος θα βαθμολογήσει την ελληνική οικονομία. Τον περασμένο Μάρτιο, η DBRS είχε προχωρήσει σε μια σημαντική κίνηση, χορηγώντας στην Ελλάδα την πρώτη αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα, φτάνοντας στην BBB. Αν και οι αγορές δεν αναμένουν νέα αναβάθμιση λίγες ημέρες πριν τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, εστιάζουν στα σχόλια που θα κάνει η DBRS. Το πλαίσιο έχει αλλάξει, καθώς η κυβέρνηση ετοιμάζεται να παρουσιάσει ένα νέο πακέτο μέτρων, ενώ στην παγκόσμια σκηνή, η κυβέρνηση Τραμπ στην Αμερική προωθεί νέους δασμούς που ενδέχεται να επηρεάσουν την ευρωπαϊκή οικονομία.
Η αξιολόγηση της Moody’s και η αναμενόμενη αναβάθμιση
Στις 12 Σεπτεμβρίου, ακολουθεί η κρίσιμη αξιολόγηση από την αμερικανική Moody’s, έναν εκ των μεγαλύτερων και πλέον επιδραστικών διεθνών οίκων αξιολόγησης. Η Moody’s κινήθηκε καθυστερημένα, ανεβάζοντας μόλις πριν λίγους μήνες την Ελλάδα στην ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα (Baa3), περίπου ενάμιση χρόνο μετά τους ανταγωνιστές της. Παράλληλα με αυτή την απόφαση, άλλαξε και τις προοπτικές της χώρας από «θετικές» σε «σταθερές». Σήμερα, η Moody’s, όπως και η Fitch, εξακολουθεί να τοποθετεί την Ελλάδα μία βαθμίδα χαμηλότερα σε σχέση με την εικόνα που παρέχουν η DBRS και η Standard & Poor’s. Για αυτόν τον λόγο, η επικείμενη αξιολόγηση αναμένεται να δώσει δείγματα για το πότε θα επέλθει η πολυπόθητη αναβάθμιση που θα «κλείσει» αυτή την απόσταση, θέτοντας τη χώρα σε ακόμη πιο ισχυρή θέση.
Πώς οι αξιολογήσεις επηρεάζουν την καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών
Ενώ οι αξιολογήσεις των διεθνών οίκων μπορεί να φαίνονται αφηρημένες για τον μέσο πολίτη, στην πραγματικότητα επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα και το βιοτικό επίπεδο. Συγκεκριμένα:
- Όταν το ελληνικό κράτος δανείζεται με χαμηλότερο κόστος, αυτό μεταφράζεται σε περισσότερους διαθέσιμους πόρους. Αυτοί οι πόροι μπορούν να επενδυθούν σε τομείς ζωτικής σημασίας όπως η παιδεία (σχολεία), η υγεία (νοσοκομεία) και οι δημόσιες υποδομές.
- Οι ελληνικές τράπεζες επωφελούνται επίσης από το χαμηλότερο κόστος δανεισμού. Αυτό ανοίγει το δρόμο για τη χορήγηση στεγαστικών δανείων και επιχειρηματικών δανείων με καλύτερα, πιο ελκυστικά επιτόκια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
- Η αύξηση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών είναι ένα άμεσο αποτέλεσμα των θετικών αξιολογήσεων. Περισσότερες ξένες επενδύσεις σημαίνουν νέες θέσεις εργασίας και ανάπτυξη της οικονομίας.
Αντίθετα, μια αρνητική αξιολόγηση θα σήμαινε υψηλότερο κόστος δανεισμού, περιορίζοντας τα περιθώρια τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνία. Η περίοδος που ξεκινά είναι λοιπόν κρίσιμη και γεμάτη προκλήσεις. Η Ελλάδα έχει καταφέρει να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα, αλλά πρέπει να αποδείξει τη σταθερότητα και τη δυναμική της για περαιτέρω πρόοδο.