Με βάση την 5η έκθεση των θεσμών για τη μεταπρογραμματική εποπτεία, η Ελλάδα καλείται να εστιάσει στις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου και στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αναφορικά με το δημόσιο χρέος, η έκθεση τονίζει ότι, δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει επανέλθει στην επενδυτική βαθμίδα και απολαμβάνει σταθερή πρόσβαση στις αγορές, οι δανειστές στηρίζουν την αίτηση της χώρας για πρόωρη αποπληρωμή τριών δόσεων του πρώτου μνημονίου, συνολικού ύψους 7,9 δισ. ευρώ. Αυτή η προπληρωμή αναμένεται να πραγματοποιηθεί εντός Δεκεμβρίου. Παράλληλα, το Διοικητικό Συμβούλιο του ESM θα αποφασίσει για τη διάθεση του «μαξιλαριού» ύψους 15,7 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή χρέους. Με αυτή την κίνηση, η Ελλάδα θα έχει καλύψει περίπου το 61% των ανεξόφλητων δανείων στο πλαίσιο του GLF (48,4 δισ. ευρώ από τα 80 δισ. ευρώ συνολικά του διμερούς δανείου από τις χώρες της Ευρωζώνης), επιμηκύνοντας στη διαδικασία τη μέση λήξη των δανείων και μειώνοντας τα χρηματοδοτικά της κόστη.
Σύμφωνα με την έκθεση, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, πέφτοντας από 163,9% του ΑΕΠ το 2023 στο 153,1% το 2024 και εν συνεχεία στο 146,8% το 2025. Αυτή η βελτίωση οφείλεται στη σταθερή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και στα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις. Η θετική τάση αναμένεται να συνεχιστεί και μεσοπρόθεσμα, οδηγώντας το χρέος στο 119,1% του ΑΕΠ έως το 2035.
Η καθαρτική αυτή πορεία του χρέους εξαρτάται από τη σωστή δημοσιονομική πολιτική και τα θετικά μακροοικονομικά δεδομένα. Επιπλέον, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης για την περίοδο 2024-2026 είναι χαμηλές, εξαιτίας των προγραμματισμένων υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και των πρόωρων αποπληρωμών που περιορίζουν τις μελλοντικές ανάγκες. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «η Ελλάδα έχει περιορισμένη έκθεση σε πιθανές αρνητικές εξελίξεις στις αγορές και σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, λόγω των χαμηλών χρηματοδοτικών απαιτήσεων, του υψηλού αποθέματος του μαξιλαριού και της περιορισμένης εξάρτησης του υφιστάμενου χρέους από τα επιτόκια, ακόμη και εν μέσω αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας κατά την περίοδο 2024-2026».