Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε πρόσφατα ότι οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να είναι σε ηγετική θέση στην Ευρωζώνη, όχι μόνο όσον αφορά το επιτοκιακό περιθώριο, αλλά και στον τομέα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (κόκκινα δάνεια).
Συγκεκριμένα, το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών για το δεύτερο τρίμηνο του 2024 ανέρχεται σε 3,32%, καθιστώντας το ένα από τα υψηλότερα στην περιοχή. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτό το ποσοστό είναι σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που κυμαίνεται γύρω στο 2,30%. Στον αντίποδα, χώρες όπως το Βέλγιο και η Γερμανία παρατηρούν πολύ χαμηλότερα επιτοκιακά περιθώρια που φτάνουν το 1,41% και το 1,07% αντίστοιχα.
Αν και τα κόκκινα δάνεια έχουν δείξει αξιοσημείωτη πρόοδο τις τελευταίες χρονιές, ο σχετικός δείκτης για την Ελλάδα παραμένει σε επίπεδο 4,10%, υποδεικνύοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να διατηρούν τη μεγαλύτερη αναλογία μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρωζώνη. Για σύγκριση, παραδείγματα από άλλες χώρες περιλαμβάνουν τη Γερμανία με 1,66%, το Βέλγιο με 1,64% και την Ισπανία με 3,14%.
Αναλυτικά, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρωζώνη διαμορφώνεται στο 2,30%, με το απόθεμα αυτών να έχει αυξηθεί κατά 1,33 δισεκατομμύρια ευρώ, φτάνοντας τα 356 δισεκατομμύρια ευρώ συνολικά. Το σύνολο των δανείων και προκαταβολών ανήλθε στα 15.456 δισεκατομμύρια ευρώ, διατηρώντας ο δείκτης σταθερό σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Όσον αφορά το καταμερισμό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων κατά τομέα, παρατηρούμε ότι το 3,57% των δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις είναι μη εξυπηρετούμενα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα νοικοκυριά βρίσκεται στο 2,23%. Εντυπωσιακό είναι ότι τα δάνεια προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, που εξασφαλίζονται από εμπορικά ακίνητα, καταγράφουν δείκτη 4,61%.
Τέλος, η κατάσταση των δανείων που βρίσκονται στο «Στάδιο 2», δηλαδή αυτά που εμφανίζουν προβλήματα εξυπηρέτησης χωρίς να έχουν κοκκινίσει, μειώθηκε σε 9,45%. Το ποσοστό αυτό είναι ενδεικτικό της αρκετά βελτιωμένης κατάστασης στην αγορά, και παρατηρείται επίσης πτώση στους δείκτες των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.