Κάθε χρόνο, ηγερμανική οικονομία αναζητά εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες προκειμένου να αντεπεξέλθει στις αυξανόμενες απαιτήσεις της και να αντισταθμίσει τη γήρανση του πληθυσμού της. Οι ανησυχητικές πληροφορίες από τηνέκθεση του ινστιτούτου Bertelsmann Stiftung αναζωπυρώνουν τη συζήτηση γύρω από τομεταναστευτικό ζήτημα, ειδικά σε αυτή την περίοδο όπου το θέμα προκαλεί δυσαρέσκεια στους πολίτες και πολιτική αναταραχή εν όψει των πρόωρων εκλογών του Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με τοBloomberg, η έκθεση προβλέπει ότι η γερμανική οικονομία απαιτεί περίπου 288.000 νέους εργαζομένους κάθε χρόνο μέχρι το 2040. Αυτή η εκτίμηση γίνεται με την προϋπόθεση ότι γυναίκες και ηλικιωμένοι που ήδη διαμένουν στη Γερμανία θα πρέπει να ενδώσουν σε περισσότερη εργασιακή δραστηριότητα.
Η έρευνα προειδοποιεί ότι αν δεν υλοποιηθούν αυτές οι προϋποθέσεις, οιανάγκες της οικονομίας θα εκτιναχθούν ακόμη περισσότερο, φθάνοντας μέχρι 368.000 μετανάστες το χρόνο, προκειμένου το εργατικό δυναμικό να διατηρηθεί στο απαιτούμενο επίπεδο και να διασφαλιστεί η ανάπτυξη της χώρας.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι καθαρές εισροές μεταναστών κυμαίνονταν περίπου στους 600.000 ετησίως την τελευταία δεκαετία μέχρι το 2023, όπου παρατηρήθηκαν σημαντικές ροές λόγω των πολέμων στη Συρία και την Ουκρανία.
Η προηγούμενη δεκαετία παρουσίασε μέσους όρους περίπου136.000 ατόμων ετησίως, σύμφωνα με τα στοιχεία της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας Destatis.
«Η δημογραφική αλλαγή θα δημιουργήσει σοβαρές προκλήσεις στην αγορά εργασίας, κυρίως λόγω των συνταξιοδοτήσεων των baby boomers, και ημετανάστευση θα είναι απαραίτητη», δήλωσε η Σουζάν Σουλτς, αναλύτρια στο Bertelsmann Stiftung.
«Φυσικά, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη του εγχώριου εργατικού δυναμικού – τόσο των γηγενών όσο και των προσφύγων που βρίσκονται ήδη στη χώρα – και στην αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Ωστόσο,αυτό από μόνο του δεν θα είναι αρκετό για να καλύψει τη μελλοντική ζήτηση εργασίας μέχρι το 2040», συμπλήρωσε.
Η έκθεση δημοσιεύεται σε μία περίοδο αναβρασμού στη γερμανική κοινωνία, καθώς οι επικείμενες εκλογές και οι πιέσεις από τα πολιτικά άκρα, όπως η ακροδεξιά και η ριζοσπαστική αριστερά, ζητούν αυστηρότερα μέτρα για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών στη χώρα.