Με την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην ηγεσία της μεγαλύτερης παγκόσμιας οικονομίας, οι προειδοποιήσεις του για επιβολή κυρώσεων σε κράτη που αποκλίνουν από τη χρήση του δολαρίου, καθώς και οι στρατηγικές του να περιορίσει τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ, ενδέχεται να επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις στην ομάδα BRICS+.
Σύμφωνα με έρευνα της Teneo, οι απειλές του Τραμπ για δασμούς 100% στις χώρες που απομακρύνονται από το δολάριο Ενδέχεται να λειτουργούν ως ισχυρός αποτρεπτικός παράγοντας. Παρά ταύτα, ελάχιστες χώρες εξαρτώνται απόλυτα από το δολάριο για όλες τις διεθνείς τους συναλλαγές, κάνοντάς το πιο ασαφές τι ακριβώς συνεπάγεται η «απομάκρυνση από το δολάριο». Είτε καθορίσει τις κόκκινες γραμμές του είτε όχι, οι χώρες που συμμετέχουν σε νέες ή ανανεωμένες συμφωνίες ανταλλαγής γουάν με την Κίνα μπορεί να είναι στο στόχαστρο.
Επιπλέον, οι σημαντικοί παίκτες δεν σκοπεύουν να απομακρυνθούν εντελώς από το δολάριο. Αντίθετα, στοχεύουν στην ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων. Οι ανησυχίες σχετικά με τη δυνατότητα του δολαρίου να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης μέσω κυρώσεων και δασμών, εντείνουν αυτή την τάση. Είναι σημαντικό να εξεταστεί αν οι απειλές για πρόσθετες κυρώσεις θα λειτουργήσουν ως ικανός αποτρεπτικός παράγοντας για χώρες που ήδη έχουν υποστεί αντίστοιχες πολιτικές.
Ένας κρίσιμος δείκτης θα είναι η πιθανότητα ο Τραμπ να διαμεσολαβήσει για μόνιμη κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Σε περίπτωση που αυτό συνεπάγεται την άρση κάποιων οικονομικών κυρώσεων προς τη Ρωσία, η Μόσχα μπορεί να επαναπρογραμματίσει τις προτεραιότητές της γύρω από την αποδολαριοποίηση. Ορισμένες ρωσικές επιχειρηματικές ομάδες μπορεί να επιστρέψουν στην χρήση δυτικών νομισμάτων, εάν το εμπόριο γίνει πιο ευέλικτο. Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει την μακροπρόθεσμη στρατηγική του Κρεμλίνου να δημιουργήσει εναλλακτικές λύσεις σε αυτό που θεωρεί ξεπερασμένο και κυριαρχούμενο από τη Δύση.
Στη Κίνα, οι πρωτοβουλίες διαφοροποίησης από το δολάριο έχουν ήδη ξεκινήσει και συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό. Η μείωση αυτών των προσπαθειών δεν θα πείσει τον Τραμπ να αποσύρει τους προγραμματισμένους δασμούς που στοχεύουν τη χώρα για άλλους λόγους. Η αποδολαριοποίηση αποτελεί κεντρική στρατηγική για τους Κινέζους ηγέτες, προκειμένου να εξαλείψουν την απειλή του οικονομικού εκβιασμού από τον Τραμπ προς τις χώρες που απομακρύνονται από το δολάριο.
Από την άλλη πλευρά, η Ινδία ακολουθεί τη δική της στρατηγική για την προώθηση της ρουπίας στο διασυνοριακό εμπόριο. Δεν επιθυμεί να εξαρτάται υπερβολικά από το γουάν. Η Ινδία φαίνεται να κινείται προσεκτικά ώστε να διατηρήσει τις υφιστάμενες ισορροπίες, χωρίς να προχωρήσει σε κινήσεις που θα μπορούσαν να απεγκλωβίσουν τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.
Αναμένοντας πιθανές αυξήσεις δασμών από τον Τραμπ, η Κίνα βγαίνει μπροστά ως υπερασπιστής του ελεύθερου εμπορίου, ανακοινώνοντας σχέδια για μονομερείς μειώσεις δασμών. Παρόλο που ενδέχεται να στοχεύσει αμερικανικές εταιρείες ως αντίμετρα στις πολιτικές του Τραμπ, οι Κινέζοι ηγέτες είναι πιθανότερο να συνεργαστούν μαζί τους, προσπαθώντας να μειώσουν τις επιπτώσεις του αμερικανικού προστατευτισμού.
Οποιαδήποτε απώλεια για την Κίνα μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία για την Ινδία. Αν ο Τραμπ προχωρήσει στους απειλούμενους δασμούς 60% στις κινεζικές εισαγωγές, ανοίγονται προοπτικές για την Ινδία να αυξήσει τις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ.
Ως μέρος των BRICS, η Ινδία θα συνεχίσει να διατηρεί περιορισμένες σχέσεις με το Πεκίνο και ταυτόχρονα θα επεκτείνει οικονομικές συνεργασίες, προκειμένου να αμφισβητήσει την επιρροή της Κίνας, ιδιαίτερα στην Αφρική. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρόεδρος της Βραζιλίας, Λούλα, δεν δείχνει διάθεση να ευθυγραμμιστεί πλήρως με το Πεκίνο ούτε να υποστεί κλονισμό των σχέσεών του με τις ΗΠΑ. Ωστόσο, η επανεκλογή του Τραμπ σε συνδυασμό με την αυξανόμενη συνεργασία της Βραζιλίας με τους BRICS+, πιθανότατα θα έχει επιπτώσεις στις διπλωματικές σχέσεις με την Ουάσιγκτον.
Η Νότια Αφρική επιδιώκει να ενισχύσει την οικονομική της διπλωματία και να ενδυναμώσει τις εμπορικές σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Κίνα. Εξάλλου, η χώρα αντιμετωπίζει τον παγκόσμιο κατακερματισμό και τον κίνδυνο δασμολογικών πολέμων. Επίσης, ανησυχεί για το εάν οι ΗΠΑ θα ανανεώσουν την AGOA κατά την επόμενη ανανέωση της εμπορικής συμφωνίας το 2025.
Ως προεδρεύουσα χώρα της G20 για τον επόμενο χρόνο, μπορεί να αντιμετωπίσει περιορισμένη υποστήριξη από την Ουάσιγκτον στις προσπάθειές της να προωθήσει την πολυμερή συνεργασία, να μεταρρυθμίσει τους παγκόσμιους θεσμούς, να αναδιοργανώσει τη διεθνή χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική και να αναλάβει πρωτοβουλίες για την κλιματική αλλαγή, στοχεύοντας σε ίσες ευκαιρίες για τις αναπτυσσόμενες χώρες.