Μείωση του Προϋπολογισμού του Πενταγώνου κατά Δισεκατομμύρια Δολάρια: Εντολή από τον Υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ
Ο Υπουργός Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, Πιτ Χέγκσεθ, έδωσε σαφή εντολή στο επιτελείο του να επεξεργαστεί λεπτομερή σχέδια για τη σταδιακή, αλλά σημαντική, ετήσια μείωση του προϋπολογισμού του Πενταγώνου κατά δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Η είδηση, που δημοσιεύτηκε αρχικά στην Washington Post, αναμένεται να προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό του Υπουργείου Άμυνας, όσο και στο Κογκρέσο.
Σύμφωνα με εσωτερικό έγγραφο, με ημερομηνία Τρίτη 18 Φεβρουαρίου, το οποίο περιήλθε στην κατοχή της εφημερίδας, ο Υπουργός Χέγκσεθ απαιτεί την παρουσίαση συγκεκριμένων προτάσεων για περικοπές που θα επιφέρουν ετήσια μείωση κατά 8% στον προϋπολογισμό του Πενταγώνου, για τα επόμενα πέντε χρόνια. Η συγκεκριμένη κίνηση σηματοδοτεί μια στροφή στην αμερικανική αμυντική πολιτική και εγείρει ερωτήματα για τις πιθανές επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια και τις διεθνείς στρατιωτικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το γενικό σχέδιο περικοπών εξαιρούνται 17 συγκεκριμένοι τομείς δραστηριότητας του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ. Ο συνολικός προϋπολογισμός του Υπουργείου για το 2025 υπολογίζεται σε περίπου 850 δισεκατομμύρια δολάρια. Στους τομείς που εξαιρούνται περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι επιχειρήσεις στα σύνορα με το Μεξικό και ο εκσυγχρονισμός του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου, μια κίνηση που υποδηλώνει τις προτεραιότητες της κυβέρνησης σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας και αποτροπής.
Το έγγραφο τονίζει επιπλέον την ανάγκη για συνέχιση και ενίσχυση της χρηματοδοτικής υποστήριξης σε τομείς που θεωρούνται κρίσιμοι από την κυβέρνηση Τραμπ, όπως είναι το μεικτό διοικητήριο που είναι υπεύθυνο για την περιφέρεια Ασίας-Ειρηνικού και το αντίστοιχο διοικητήριο που έχει την ευθύνη για το διάστημα. Η έμφαση σε αυτούς τους τομείς αντανακλά την αυξανόμενη γεωπολιτική σημασία της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού και την αναγνώριση του διαστήματος ως ενός νέου πεδίου στρατιωτικής δράσης.
Παρατηρείται ότι το μεικτό διοικητήριο που είναι αρμόδιο για την Ευρώπη απουσιάζει από τον κατάλογο των εξαιρέσεων από τις περικοπές, σε μια περίοδο που η Ουάσινγκτον έχει ξεκινήσει συνομιλίες με τη Μόσχα για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, μια πρωτοβουλία που έχει προκαλέσει κριτική από το Κίεβο και πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η απουσία αυτή εγείρει ερωτήματα σχετικά με τις προτεραιότητες της κυβέρνησης σε σχέση με την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Επιπλέον, απουσιάζουν από τον κατάλογο των εξαιρέσεων τα μεικτά διοικητήρια που έχουν την ευθύνη για τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, περιοχές που παραμένουν σημαντικές για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και εμπλέκονται σε μια σειρά από συγκρούσεις και γεωπολιτικές προκλήσεις.
Αφότου ανέλαβε την εξουσία ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος την 20ή Ιανουαρίου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει ξεκινήσει μια εκτεταμένη προσπάθεια για τη μείωση των δημοσίων δαπανών, με επικεφαλής τη νεοσύστατη επιτροπή κυβερνητικής αποτελεσματικότητας (DOGE), υπό την ηγεσία του Ίλον Μασκ, του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο. Αυτή η πρωτοβουλία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για τη βελτίωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και την ενίσχυση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση προχώρησε σε απολύσεις πολλών νεοδιορισμένων ομοσπονδιακών υπαλλήλων σε περίοδο δοκιμής, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στο Υπουργείο Γεωργίας, υπήρξαν υπαναχωρήσεις. Οι απολύσεις αυτές αποτελούν ένα αμφιλεγόμενο μέτρο που έχει προκαλέσει αντιδράσεις από συνδικαλιστικές οργανώσεις και πολιτικούς αντιπάλους.
Εάν οι περικοπές δαπανών υλοποιηθούν όπως έχουν σχεδιαστεί, ο προϋπολογισμός του στρατού θα μειωθεί θεωρητικά κατά περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια σε διάστημα πέντε ετών. Μια τέτοια μείωση θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στις στρατιωτικές δυνατότητες των ΗΠΑ, καθώς και στην αμερικανική αμυντική βιομηχανία.
Άμεσα, οι τιμές των μετοχών εταιρειών του τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, όπως η Lockheed Martin και η Northrop Grumman, κατέγραψαν πτώση μετά τη δημοσίευση του ρεπορτάζ, αντανακλώντας την ανησυχία των επενδυτών για τις πιθανές επιπτώσεις των περικοπών στην κερδοφορία των εταιρειών αυτών. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τη σημαντική σύνδεση μεταξύ της αμυντικής βιομηχανίας και της αμερικανικής οικονομίας.