Εντάσεις στην G7 για την Ουκρανία: Διαφωνίες και Αποκλίσεις στην Αντίληψη της Σύγκρουσης
Μια νέα διαμάχη μεταξύ ΗΠΑ και Ουκρανίας, με επιπτώσεις και στην ευρωπαϊκή πολιτική, έχει ξεσπάσει στην G7. Η πηγή της διαφωνίας αφορά το προσχέδιο ανακοίνωσης της G7 για την επέτειο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου. Παραδοσιακά, η G7 εκδίδει μια δήλωση στήριξης προς την Ουκρανία, καταδικάζοντας την ρωσική στρατιωτική επιθετικότητα. Ωστόσο, οι ΗΠΑ φέρονται να αντιτίθενται στην συγκεκριμένη διατύπωση.
Παράλληλα, η συμμετοχή του Ουκρανού Προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι στην προγραμματισμένη διαδικτυακή σύνοδο κορυφής της G7, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση, σύμφωνα με πηγές των Financial Times.
Το παρασκήνιο αυτής της διαφωνίας περιλαμβάνει πρόσφατες δηλώσεις του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κατηγόρησε την Ουκρανία για την κρίση Ρωσίας-Ουκρανίας, αποκάλεσε τον Ζελένσκι “δικτάτορα χωρίς εκλογές” και εξέφρασε την επιθυμία να επανεντάξει τη Ρωσία στην G7. Οι εν λόγω δηλώσεις έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και αμφιβολίες σχετικά με τη μελλοντική στάση των ΗΠΑ απέναντι στην ουκρανική κρίση.
Σύμφωνα με δυτικούς αξιωματούχους, οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ έχουν εκφράσει ενστάσεις για τη χρήση της φράσης “ρωσική επιθετικότητα“, όρος που χρησιμοποιείται συστηματικά από τους ηγέτες της G7 από το 2022 για να περιγράψει τη σύγκρουση. Η αμερικανική πλευρά φαίνεται να επιθυμεί μια πιο ουδέτερη διατύπωση, γεγονός που υποδηλώνει μια μετατόπιση στην αντίληψη της σύγκρουσης.
Είναι γεγονός ότι οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, μέσω της G7, εκδίδουν παραδοσιακά μια δήλωση στήριξης προς την Ουκρανία κάθε 24η Φεβρουαρίου, ημέρα που σηματοδοτεί την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
“Θέλουμε να καταστήσουμε σαφές ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Δεν είναι το ίδιο”, δήλωσε χαρακτηριστικά αξιωματούχος, ενημερωμένος για το θέμα, στους FT. Η δήλωση αυτή υπογραμμίζει την αμερικανική προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από την απερίφραστη καταδίκη της Ρωσίας.
Η επιμονή της κυβέρνησης Τραμπ να αμβλύνει τη διατύπωση αντανακλά μια ευρύτερη αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ, η οποία πλέον αναφέρεται στον πόλεμο στην Ανατολική Ευρώπη ως “σύγκρουση στην Ουκρανία“, υποστηρίζουν άτομα με γνώση των εξελίξεων. Η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί μια απόκλιση από τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε η κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία συχνά έκανε λόγο για “ρωσική επιθετικότητα” όταν αναφερόταν στον πόλεμο.
Η διαμάχη για τη δήλωση έρχεται μετά από μια εβδομάδα κατά την οποία ο Τραμπ επαιννούσε τον Πούτιν, αποδεχόταν πολλές από τις απαιτήσεις του σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και εξέφραζε την προθυμία να εξομαλύνει τις σχέσεις της Ουάσιγκτον με τη Μόσχα, στέλνοντας υψηλόβαθμους Αμερικανούς αξιωματούχους να συναντήσουν Ρώσους ομολόγους τους στο Ριάντ.
Ο Τραμπ έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ψευδώς ότι ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι είχε ποσοστό αποδοχής μόλις 4% στην Ουκρανία. Ωστόσο, δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα έδειξε ότι ο πρόεδρος απολαμβάνει υποστήριξη της τάξεως του 57% στη χώρα του, αυξημένη από το 52% τον Δεκέμβριο, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του Κιέβου.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, από την πλευρά του, αντέδρασε θετικά στις προσεγγίσεις της κυβέρνησης Τραμπ. «Οι Αμερικανοί διαπραγματευτές που είχαμε ήταν εντελώς διαφορετικοί — ήταν ανοιχτοί σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης χωρίς προκαταλήψεις ή κρίσεις αναφορικά με το τι συνέβη στο παρελθόν», δήλωσε ο Πούτιν μετά τη συνάντηση στο Ριάντ. «Έχουν σαφή την πρόθεση να συνεργαστούν.»