Αξιοσημείωτο είναι ότι τα επίπεδα ανεργίας στους πληθυσμούς αυτών των μεταναστών παραμένουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, γύρω στο 7,3%.
«Αυτή τη στιγμή, οι μετανάστες είτε είναι πιο πιθανό να παραμείνουν στην κατηγορία της μακροχρόνιας ανεργίας σε σύγκριση με τους εργαζόμενους που γεννήθηκαν στη χώρα», παρατηρεί ο διεθνής οργανισμός.
Δέκα χώρες -ανάμεσά τους ο Καναδάς με ποσοστό 75,8%, το Ηνωμένο Βασίλειο με 76,3% και οι Ηνωμένες Πολιτείες με 73,3%- καθώς και οι 27 χώρες της ΕΕ, παρουσίασαν τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης μεταναστών που έχουν καταγραφεί ποτέ.
«Πολλές από τις χώρες του ΟΟΣΑ αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις στο εργατικό δυναμικό, καθώς και επερχόμενες δημογραφικές προκλήσεις, και η αύξηση του αριθμού των μεταναστών εργαζομένων έχει συμβάλει σημαντικά στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη», συνεχίζει.
«Ο δημόσιος διάλογος σχετικά με τις συνέπειες της μετανάστευσης στην αγορά εργασίας συχνά επικεντρώνεται στον ανταγωνισμό μεταξύ μεταναστών και ντόπιων εργαζομένων. Ωστόσο, οι μετανάστες είναι όχι μόνο ανταγωνιστικοί, αλλά και εργοδότες», καταλήγει η έκθεση.
Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι αυτές οι «σημαντικές ροές μεταναστών έχουν προκαλέσει ανησυχία» και έχει δημιουργήσει «έντονη ζήτηση για υποδομές υποδοχής», επισημαίνοντας ότι η διαχείριση της μετανάστευσης απαιτεί μια πιο λεπτή ισορροπία.
Μαζί με την αυστηρότερη νομοθεσία για το άσυλο, ορισμένες χώρες έχουν ήδη αρχίσει να επιβάλλουν περιορισμούς και σε άλλες νόμιμες διαδρομές μετανάστευσης, προκειμένου να μειώσουν την πίεση στην αγορά κατοικίας και τις δημόσιες υπηρεσίες.