Η Γερμανία μπαίνει επίσημα σε περίοδο πρόωρων εκλογών, σηματοδοτώντας την έναρξη πολλών μηνών πολιτικής στασιμότητας. Ταυτόχρονα, η Γαλλία βιώνει την πιο σοβαρή πολιτική αστάθεια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο παραδοσιακός διπλός κινητήρας της Ευρώπης φαίνεται να επιβραδύνεται επικίνδυνα, σε μια περίοδο που φέρνει και την επανεμφάνιση του Τραμπ στις ΗΠΑ, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική σταθερότητα και την πολιτική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ανάγκη για άμεσες και αποφασιστικές ενέργειες είναι επείγουσα, αλλά οι δύο χώρες, που ιστορικά θεωρούνται οι πυλώνες της ΕΕ, βρίσκονται σε κατάσταση πολιτικής παράλυσης, αφήνοντας αβέβαιο τον χρόνο επαναλειτουργίας του γαλλογερμανικού άξονα. Η Γερμανία προγραμματίζει εκλογές για τις 23 Φεβρουαρίου, έπειτα από την αποτυχία της κυβέρνησης Σολτς, ενώ θα μπορούσε να απαιτηθεί αρκετός χρόνος για τη σύσταση ενός «μεγάλου συνασπισμού» υπό την ηγεσία του Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς. Αντίθετα, η σταθερότητα της γαλλικής κυβέρνησης Μπαϊρού παραμένει αμφίβολη, ακόμη και αν καταφέρει να ξεπεράσει τις τρέχουσες προκλήσεις.
Είναι ευρέως παραδεκτό ότι σχεδόν καμία σημαντική απόφαση στην Ευρώπη δεν προχωρά χωρίς την αμοιβαία συναίνεση Γαλλίας και Γερμανίας, με αβέβαιο το πόσο σοβαρά θα επηρεαστούν κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις από την τρέχουσα κατάσταση. Το πρώτο εξάμηνο του 2025 προδιαγράφεται αβέβαιο για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ένωσης, καθώς οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλδημοκρατών και πιθανών συμμάχων Πρασίνων μπορεί να διαρκέσουν μέχρι τον Ιούνιο.
Ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας θα βρει μπροστά του μεγάλες οικονομικές προκλήσεις. Ωστόσο, η συγκρότηση ενός «μεγάλου συνασπισμού» θα μπορούσε να προσφέρει την αναγκαία πολιτική σταθερότητα, κάτι που είναι λιγότερο βέβαιο στη Γαλλία. Ο Εμανουέλ Μακρόν δεν μπορεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να προκηρύξει πρόωρες εκλογές πριν από τον Ιούλιο, αλλά η πολιτική κατάσταση παραμένει ρευστή.
Η έλλειψη ηγεσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση επιβεβαιώνεται και από τον πρώην πρόεδρο της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ο οποίος προειδοποίησε για την ανάγκη ριζικής αλλαγής, περιγράφοντας την κατάσταση ως «υπαρξιακή πρόκληση» για την Ευρώπη. Στην έκθεση που συνέταξε για την Κομισιόν, τόνισε την επείγουσα ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις ώστε να αντιμετωπιστεί η στασιμότητα στην ανάπτυξη εντός της ΕΕ.
Χθες, η πορεία προς τις πρόωρες εκλογές στη Γερμανία επισημοποιήθηκε, καθώς ο Όλαφ Σολτς απώλεσε την ψήφο εμπιστοσύνης από την Μπούντεσταγκ. Ο καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών, που βλέπει την δημοτικότητά του να καταρρέει, θα είναι και πάλι υποψήφιος για το SPD και θα ζητήσει τη διάλυση της Βουλής από τον πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, με τις εκλογές να προγραμματίζονται για τις 23 Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι Χριστιανοδημοκράτες, σε συνεργασία με την Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CDU/CSU), διατηρούν σταθερά την πρωτοκαθεδρία με ποσοστό 32,6%. Η εθνολαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ακολουθεί με 17,9%, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται στο 16%. Ακολουθούν οι Πράσινοι με 12,7%, η λαϊκιστική Συμμαχία της Ζάρα Βάγκενγκνεχτ με 6,1% και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) με 4,1%.
Στη Γαλλία, ο κεντρώος πολιτικός Φρανσουά Μπαϊρού έχει ξεκινήσει έναν κύκλο επαφών με σκοπό να διαμορφώσει μια πιο ευνοϊκή πολιτική κατάσταση από αυτή της κυβέρνησης των 91 ημερών του Μισέλ Μπαρνιέ, με κύρια αποστολή την ψήφο του κρατικού προϋπολογισμού. Χθες, οι Μαρίν Λεπέν και Ζορντάν Μπαρντελάς, ως επικεφαλής του μεγαλύτερου κοινοβουλευτικού κόμματος, ήταν οι πρώτοι που επισκέφθηκαν το Μέγαρο Ματινιόν.
Ο Μπαϊρού δεν θεωρείται αυτόματα «κόκκινο πανί» για την Εθνική Συσπείρωση (RN), η οποία διατηρεί αναλογική στάση, όπως και στην περίπτωση του Μπαρνιέ, τον οποίο άφησε να πλοηγείται σε αντίξοες συνθήκες για τρεις μήνες έως ότου η Λεπέν τον «σοκάρει» με την απόρριψη του σχεδίου προϋπολογισμού λιτότητας. Η Λεπέν δήλωσε χθες ότι οι συνομιλίες με τον νέο πρωθυπουργό ήταν «θετικές» και ότι «εισακούστηκε».