Στα κοινωνικά δίκτυα έχει πυροδοτηθεί μία έντονη συζήτηση γύρω από τον επίμαχο χαιρετισμό του Έλον Μασκ, του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, κατά την ορκωμοσία του Τραμπ, με αρκετούς να αναρωτιούνται αν αυτός είχε ναζιστικές υποδηλώσεις. Ο ίδιος ο Μασκ επιχείρησε να δικαιολογηθεί, εκφράζοντας την πρόθεση του να αφήσει πίσω του τον χαρακτηρισμό «όλοι είναι Χίτλερ», κάτι που φαίνεται να τον έχει κουράσει.
Αναλογιζόμενοι τον χαιρετισμό και την αντίδραση του Μασκ, είναι δύσκολο να μην σκεφτούμε έναν άλλο ξένο χαιρετισμό: αυτόν του Νίκου Μιχαλολιάκου, πρώην ηγετικού στελέχους της Χρυσής Αυγής, που έχει συνδεθεί με πολλούς ναζιστικούς χαιρετισμούς κατά το παρελθόν.
Ένας από αυτούς τους χαιρετισμούς συνέβη στο Γουδί το 2013, όταν ο Μιχαλολιάκος ολοκλήρωσε μία ομιλία προς τη νεολαία της Χρυσής Αυγής με ναζιστικό χαιρετισμό. Η αντίδραση της κοινής γνώμης ήταν άμεση, με τον Μιχαλολιάκο να προσπαθεί να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι «τα χέρια μπορεί να χαιρετάνε ναζιστικά, αλλά είναι καθαρά χέρια» κι ότι «δεν είναι βρόμικα».
Αναποτελεσματική δικαιολογία
Ας στρέψουμε την προσοχή μας ξανά στον Έλον Μασκ. Δυστυχώς, η δικαιολογία του υπονοήσει σοβαρές αδυναμίες, ειδικά καθώς επέλεξε να συνεντευξιάσει την Άλις Βάιντελ, υποψήφια καγκελάριο του ακροδεξιού AfD στη Γερμανία. Έμεινε απολύτως παθητικός μπροστά στις ανυπόστατες δηλώσεις της σχετικά με τον Χίτλερ, αναφέροντας ότι ήταν Αριστερός και κομμουνιστής, υποστηρίζοντας ότι οι ιδεολογικοί απόγονοι των Ναζί είναι οι καλύτεροι υποψήφιοι για τις επόμενες γερμανικές εκλογές. Είναι αξιοσημείωτο ότι πρόκειται για έναν επιχειρηματία “τα καλά του οποία” έχει διατηρηθεί άθικτα, χωρίς κατηγορίες για διαφθορά.
Η ρητορική του Μιχαλολιάκου είναι ένα εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους τους Μασκ αυτού του κόσμου. Αυτή η στρατηγική επικοινωνίας συνδυάζεται με τον «αντισυστημισμό» που προβάλλουν, ο οποίος όμως περιορίζεται μόνο σε προεκλογικές υποσχέσεις και στην συνέχεια αλλάζει ριζικά.
Μπορεί ο Μασκ να υπερασπιστεί την ελευθερία του λόγου;
Είναι τουλάχιστον αστείο να πιστεύει κανείς ότι ο Έλον Μασκ ενδιαφέρεται πραγματικά για την «ελευθερία του λόγου». Εξίσου ξεκάθαρο είναι ότι οι επενδύσεις του σε Τραμπ και στην προεκλογική του εκστρατεία δεν είναι αποτέλεσμα μίας φιλοσοφικής ανησυχίας για την ποιότητα της δημοκρατίας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα πρώτα διατάγματα του Ντόναλντ Τραμπ, που υπεγράφησαν με την έναρξη της προεδρίας του, αφορούσαν άμεσα ή έμμεσα τον Έλον Μασκ και άλλους ομοϊδεάτες του. Ένα τέτοιο διάταγμα, παραδείγματος χάριν, αναιρούσε μέτρα πληροφόρησης και ασφαλείας που είχαν εισαχθεί επί προεδρίας Μπάιντεν σε σχέση με την Τεχνητή Νοημοσύνη, κάτι που σίγουρα ευνόησε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
Μάλιστα, η δήλωση του Τραμπ κατά την ορκωμοσία του ότι οι Αμερικανοί «θα φτάσουν στον Άρη» ήταν προφανώς ένα μήνυμα στήριξης προς τον Μασκ, ο οποίος έχει προγραμματίσει το ταξίδι με τα διαστημόπλοια της εταιρείας του, SpaceX. Έναν στόχο που μάλιστα θεωρεί ότι σχετίζεται άμεσα με την επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Η ηθική διάσταση
Το ζήτημα που συνδέει τον Μασκ με την ευρύτερη κοινωνία δεν περιορίζεται μόνο σε οικονομικά θέματα, όπως μπορεί να νομίζουν πολλοί, αλλά έχει και ηθική διάσταση. Οι κανόνες και οι προφυλάξεις που σχετίζονται με το πεδίο όπου δραστηριοποιείται σχεδόν έχουν εξανεμιστεί. Η ηθική διάσταση της τεχνολογίας και των επιτευγμάτων της έχει περιθωριοποιηθεί, και με τον Τραμπ να κατέχει κρίσιμες θέσεις και με τον θόρυβο γύρω από το σύνθημα “Make America Great Again” να επηρεάζει την κοινή γνώμη, γίνεται σαφές ότι όρια δεν υπάρχουν πια.
Επιπλέον, σε πολιτικό και συμβολικό επίπεδο, το γεγονός ότι δεν μας ξαφνιάζει πια ένας ναζιστικός χαιρετισμός δείχνει ότι η ακροδεξιά έχει καταφέρει να διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της. Για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, η ακροδεξιά έχει πάψει να είναι ο «μπαμπούλας» και έχει εξελιχθεί σε έναν mainstream πολιτικό φορέα. Αν κάποιος δεν ανήκει σε μειονοτικές ομάδες που την φοβούνται (όπως πρόσφυγες, μετανάστες, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας κ.λπ.), τότε πιθανότατα θα την αγνοήσει.