Το Κρεμλίνο ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι το επιτελείο του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εξετάζει ένα πιθανό ειρηνευτικό σχέδιο για την Ουκρανία, κάτι που δεν κάνει η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ υπό τον Τζο Μπάιντεν, καθώς φαίνεται να επιδιώκει «να κλιμακώσει» τις εντάσεις στη σύγκρουση.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, έκανε αυτές τις παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια σχολιασμού μιας συνέντευξης του Μάικ Γουόλτς, του προτεινόμενου Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας από τον Τραμπ, που μεταδόθηκε το Σάββατο στο Fox News.
Στη συνέντευξη, ο Γουόλτς δήλωσε ότι ο Τραμπ εκφράζει έντονη ανησυχία για την όξυνση των συγκρούσεων ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, προσθέτοντας ότι «ο πόλεμος πρέπει να έχει ένα υπεύθυνο τέλος». Αναφέρθηκε επίσης στις επιπτώσεις της εμπλοκής της Βόρειας Κορέας και του Ιράν στη διαμάχη, καθώς και στη χρήση υπερηχητικού βαλλιστικού πυραύλου από τη Ρωσία εναντίον της Ουκρανίας. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε και η απόφαση ΗΠΑ και Βρετανίας να επιτρέψουν στην Ουκρανία να εκτοξεύει πυραύλους εις βάθος στη ρωσική επικράτεια, με τη Νότια Κορέα να εξετάζει την πιθανή συμμετοχή της.
«Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ποιοι θα συμμετάσχουν στις συνομιλίες, αν θα είναι μια συμφωνία ή μια ανακωχή, και πώς θα οδηγήσουμε τις δύο πλευρές στο τραπέζι», τόνισε ο Γουόλτς.
Ο Πεσκόφ δήλωσε ότι το Κρεμλίνο έχει σημειώσει τις δηλώσεις αυτές, επισημαίνοντας ότι ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει επανειλημμένα τονίσει την ετοιμότητα της Μόσχας για διάλογο σχετικά με την Ουκρανία. «Στην πραγματικότητα, οι υποστηρικτές του Τραμπ και όσοι προτείνονται για θέσεις στη μελλοντική του κυβέρνηση, προφέρουν τις λέξεις “ειρήνη” και “ειρηνευτικό σχέδιο”, κάτι που λείπει από την παρούσα κυβέρνηση Μπάιντεν, όταν οι “προκλητικές ενέργειες κλιμάκωσης” συνεχίζονται. Αυτή είναι η πραγματικότητα», είπε.
Ο Πούτιν είχε δηλώσει τον Ιούνιο τις προϋποθέσεις για την έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών: την εγκατάλειψη των ουκρανικών φιλοδοξιών για ένταξη στο ΝΑΤΟ και την παραχώρηση στη Μόσχα τεσσάρων εδαφών, που αντιπροσωπεύουν το 25% της Ουκρανίας. Η Μόσχα υποστηρίζει ότι αυτές οι απαιτήσεις βασίζονται στην πραγματικότητα του πολέμου, όπου οι ρωσικές δυνάμεις κερδίζουν έδαφος, ενώ η Ουκρανία αντιτείνει ότι οι όροι αυτοί θα αποτελούσαν απαράδεκτη υποχώρηση για το Κίεβο.