Η υποψηφιότητα του Φρίντριχ Μερτς για την καγκελαρία στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2025 στη Γερμανία έχει προκαλέσει εκπλήξεις, κυρίως στον νυν καγκελάριο Ολαφ Σολτς των Σοσιαλδημοκρατών, που δεν μπορεί παρά να δει αυτή την εξέλιξη με θετικό μάτι. Παρά την πρόσφατη ήττα του Σολτς, η επιλογή του Μερτς, ο οποίος για πολλούς είναι η εικόνα του σκληροπυρηνικού και υπερσυντηρητικού πολιτικού, φαίνεται να προσφέρει ένα πλεονέκτημα στον ίδιο τον Σολτς. Όπως δείχνουν οι συζητήσεις εντός του SPD, ο Μερτς θα είναι, μάλλον, εύκολος αντίπαλος.
Μέχρι το επόμενο φθινόπωρο, οι γερμανοί ψηφοφόροι ενδέχεται να έχουν ξεχάσει αρκετά, όπως τα ενεργειακά προβλήματα, την κρίση στην Ουκρανία και τις δημοσιονομικές ατασθαλίες. Ωστόσο, δεν μπορούν να αγνοήσουν την έλλειψη κυβερνητικής εμπειρίας του Μερτς. Δεν έχει ποτέ υπηρετήσει σε υπουργικό πόστο ή ως επικεφαλής κρατιδίου, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την εικόνα του στα μάτια των εκλογέων.
«Ο Μερτς είναι ο αγαπημένος αντίπαλος του Σολτς» παρατήρησε χιουμοριστικά η Corriere della Sera, καθώς εισέρχεται στην πολιτική μάχη με σχεδόν μηδενική εμπειρία. Με 12 μήνες να απομένουν μέχρι τις εκλογές, η Δεξιά εκφράζει αισιοδοξία για την ενδοκομματική επιτυχία του Μερτς, φυσικά με το βλέμμα στραμμένο και στις εθνικές κάλπες. Αν και υπάρχει πιθανότητα να καταφέρει να κερδίσει, το γεγονός ότι σε αυτή την περίπτωση θα είναι σχεδόν 70 ετών προσθέτει έναν άγνωστο παράγοντα στην εξίσωση. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Μερτς ταυτίζεται με την πιο συντηρητική πτέρυγα του κόμματος και θεωρείται μαθητής του Γερμανού πολιτικού Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, γνωστός για την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική του.
Ο Φρίντριχ Μερτς γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1955 στο Μπρίλον της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Βόννης, όπου σπούδασε νομικά. Η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε το 1989 με την εκλογή του στη Βουλή, και γρήγορα αναδείχθηκε σε σημαντική προσωπικότητα του κόμματος. Είναι γνωστός για τις φιλελεύθερες και αυστηρές οικονομικές του απόψεις, ζητώντας συνεχώς μεγαλύτερη οικονομική ανταγωνιστικότητα και μείωση της γραφειοκρατίας.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και των αρχών του 2000, υπηρέτησε υπό την καθοδήγηση του Σόιμπλε, αλλά η σχέση του με την Άνγκελα Μέρκελ ήταν ανταγωνιστική, κυρίως λόγω των διακρίσεων μεταξύ των εσωκομματικών φατριών. Το 2002 ηττήθηκε από εκείνη στην εκλογή για την προεδρία του κόμματος, και το 2009, αφού αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική, στράφηκε στην δικηγορία και τις επιχειρήσεις μέχρι το 2018, όταν αποφάσισε να επιστρέψει στην πολιτική. Το 2022 κατάφερε να επανέλθει δυναμικά, και από τότε έχει αναλάβει την αποστολή να αποσυνδέσει την κληρονομιά της Μέρκελ από την πολιτική του κόμματος, αρχίζοντας από τη θέση του για τη μετανάστευση.