Η οικονομία της Κίνας συνεχίζει να δίνει σκληρή μάχη για ανάκαμψη μετά τις επιπτώσεις της πανδημίας, σχεδόν δύο χρόνια αφότου το Πεκίνο τερμάτισε τις αυστηρές καραντίνες. Στους πρώτους τρεις μήνες του 2024, το ποσοστό ανάπτυξης ανήλθε μόλις στο 4,8%, ελαφρώς κάτω από τον στόχο 5% που έχει θέσει η κυβερνητική ηγεσία.
Όπως αναφέρει η Deutsche Welle, ο αποπληθωρισμός, η αδύναμη καταναλωτική ζήτηση και η σοβαρή κρίση στον τομέα των ακινήτων πλήττουν τις εντυπωσιακές αναπτυξιακές επιδόσεις της Κίνας. Επιπλέον, οι συνεχείς εμπορικές εντάσεις με τις ΗΠΑ, που προμηνύεται να χειροτερέψουν με την επόμενη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, έχουν επίσης αρνητική επίδραση στις εξαγωγές, οι οποίες έχουν υπήρξαν βασικός παράγοντας στην άνοδο της Κίνας ως τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως.
«Η Κίνα αντιμετωπίζει υπερπαραγωγή και υποκατανάλωση», δήλωσε ο Τζορτζ Μάγκνους, ερευνητής στο Κέντρο Κίνας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της UBS. «Η κινεζική ηγεσία έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η οικονομία χάνει τη δυναμική της και ότι δεν είναι απλώς ένα προσωρινό φαινόμενο».
Στοχευμένες παρεμβάσεις
Τον Σεπτέμβριο, το Πεκίνο προχώρησε σε διάθεση ρευστότητας ύψους 2,7 τρισεκατομμυρίων γουάν (350 δισεκατομμύρια ευρώ) στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με σκοπό τη διευκόλυνση του δανεισμού, τη μείωση επιτοκίων και την ανακοίνωση νέων δαπανών για υποδομές, καθώς και βοήθεια σε υπερχρεωμένους κατασκευαστές ακινήτων.
Νωρίτερα αυτό το μήνα, η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε επιπλέον ενίσχυση 10 τρισεκατομμυρίων γουάν για την ανακούφιση της κρίσης χρέους που πλήττει τις περιφερειακές κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν δανειστεί σημαντικά ποσά για την υλοποίηση έργων υποδομής και οικονομικής ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια.
Αυτές οι κινήσεις οδήγησαν σε εντυπωσιακή βραχυπρόθεσμη αύξηση των κινεζικών μετοχών, με τον δείκτη CSI 300, που περιλαμβάνει τις μεγαλύτερες μετοχές που είναι εισηγμένες στη Σαγκάη και τη Σενζέν, να καταγράφει αύξηση 35%. Οι επενδυτές ελπίζουν ότι το Πεκίνο θα προχωρήσει σε επιπλέον μέτρα για την τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης.
Πιθανή αποδυνάμωση του εθνικού νομίσματος
Οι νέοι δασμοί αναμένεται ότι «δεν θα έχουν σημαντική επίδραση» στην κινεζική οικονομία, αν και μπορεί να επιφέρουν περαιτέρω αποδυνάμωση του γουάν.
Κατά την πρώτη εφαρμογή δασμών από τον Τραμπ τον Μάρτιο του 2018, το Πεκίνο αντέτεινε μέρος της επίδρασης μέσω υποτίμησης του γουάν, γεγονός που καθιστούσε τις κινεζικές εξαγωγές πιο προσιτές. Το νόμισμα υποχώρησε περίπου 12% σε σχέση με το δολάριο ΗΠΑ, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δέκα ετών τον Αύγουστο του 2019. Αυτή η κατάσταση οδήγησε τις ΗΠΑ να χαρακτηρίσουν την Κίνα ως «χειραγωγό νομίσματος», προκαλώντας τη λήψη ακόμη υψηλότερων αμερικανικών δασμών για αρκετούς μήνες, μέχρι και τη μείωση των εντάσεων μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο χωρών.