Η Ιταλία επέλεξε να μην προσυπογράψει την κοινή δήλωση 79 χωρών που καταδικάζει τις κυρώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ). Αυτή η κίνηση από την κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι σηματοδοτεί μια περαιτέρω απόκλιση από την ενιαία ευρωπαϊκή στάση και εκτιμάται ως προσπάθεια προσέγγισης προς τον Ντόναλντ Τραμπ.
Εβδομήντα εννέα χώρες εξέφρασαν ανησυχίες σήμερα για την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει κυρώσεις στο ΔΠΔ, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο «μπορεί να ενισχύσει την ατιμωρησία για τα πιο ειδεχθή εγκλήματα και να διαβρώσει το διεθνές δίκαιο».
Μεταξύ αυτών των χωρών περιλαμβάνονται σχεδόν όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διατυπώσει έντονες αντιρρήσεις για τις αμερικανικές κυρώσεις.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, έχουν ήδη εκφράσει τις αντιθέσεις τους σχετικά με τις κυρώσεις των ΗΠΑ κατά του ΔΠΔ. Είναι σημαντικό να σημειωθεί η αντίδραση της Ευρώπης.
Αξίζει να αναφερθεί ότι και η Ουκρανία εξέφρασε μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών την ελπίδα ότι το έργο του ΔΠΔ, ιδίως σε σχέση με τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τη Ρωσία, θα συνεχιστεί απρόσκοπτα παρά τις αμερικανικές κυρώσεις. Η στάση της Ουκρανίας είναι ενδεικτική της σημασίας του ΔΠΔ για τη διεθνή δικαιοσύνη.
Η απόφαση Τραμπ ερμηνεύεται ως απάντηση στην έκδοση ενταλμάτων σύλληψης από το Δικαστήριο τον Νοέμβριο κατά του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και του πρώην υπουργού Άμυνας Γιόαβ Γκάλαντ για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη Γάζα. Η απόφαση του ΔΠΔ να εκδώσει εντάλματα σύλληψης έχει πυροδοτήσει αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις.