Στην Ιταλία, οι εργαζόμενοι συμμετέχουν σε εθνικές απεργίες και συγκεντρώσεις, αντιδρώντας στο δημοσιονομικό σχέδιο που προώθησε η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι, το οποίο χαρακτηρίζεται ανεπαρκές από τα συνδικάτα.
Στις 29 Νοεμβρίου, Ιταλοί εργαζόμενοι από διάφορους επαγγελματικούς κλάδους, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, προχώρησαν σε απεργία. Το «πάγωμα» των εργασιών ήταν αισθητό σε εργοστάσια, σχολεία, υγειονομικές υπηρεσίες, ταχυδρομεία, ακόμα και στους πυροσβέστες, δημοσίους υπαλλήλους και υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Η κινητοποίηση οργανώθηκε από την Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (Cgil) και το Ιταλικό Εργατικό Σωματείο (Uil) και αποτελεί αντίκτυπο στην προτεινόμενη από την κυβέρνηση προϋπολογιστική πολιτική της Τζόρτζια Μελόνι.
Αφού πραγματοποιήθηκαν διαπραγματεύσεις, η απεργία ανακοινώθηκε για μια διάρκεια οκτώ ωρών για εργαζόμενους δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένου του τομέα μεταποίησης, των κατασκευών, της γεωργίας και των χημικών. Ωστόσο, οι μεταφορές, όπως αεροπορικές, λεωφορειακές, μετρό, τραμ, πλοία και πορθμεία, θα διακόπτονται μόνο για τέσσερις ώρες, κατόπιν εντολής του Ματέο Σαλβίνι.
Ο Πιερπάολο Μπομπαρντιέρι, γενικός γραμματέας της Uil, αμφισβήτησε τη νομιμότητα αυτής της απόφασης, χαρακτηρίζοντάς την «μία κατακριτέα πράξη που περιορίζει τη βασική ελευθερία των εργαζομένων να απεργούν» σε δηλώσεις του.
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η ιταλική επιτροπή κρίσης δεν επιτέλεσε το καθήκον της ως ανεξάρτητος φορέας, υποστηρίζοντας ότι οι πολιτικές πιέσεις παραβίασαν την αυτονομία της.
Πριν από τη γενική απεργία, τα συνδικάτα είχαν συμφωνήσει με την επιτροπή να αποκλειστούν οι σιδηροδρομικές μεταφορές, λόγω προηγούμενης απεργίας στον τομέα αυτό. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μπομπαρντιέρι, η επιτροπή κατέληξε να δηλώσει ότι η συχνότητα των απεργιών ήταν υπερβολική και έπρεπε να περιοριστεί.
Αυτό, όπως υπογραμμίζει ο Πιερπάολο Μπομπαρντιέρι, οφείλεται στις επανειλημμένες δηλώσεις του Ματέο Σαλβίνι εναντίον των απεργιών, γεγονός που οδηγησε την επιτροπή να ενδώσει σε πολιτικές πιέσεις, θέτοντας σε κίνδυνο την αντικειμενικότητά της.
Ο Μπομπαρντιέρι τόνισε ότι η εντολή δεν βασίζεται σε παραβίαση των απεργιακών κανόνων, αλλά χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για να διατηρηθεί η κινητικότητα των πολιτών. «Δεν παραβιάζουμε κανένα νόμο ή κανόνα», δήλωσε.