Στις 29 Οκτωβρίου, η Ισπανία βίωσε τις φονικότερες πλημμύρες της σύγχρονης ιστορίας της, με περισσότερους από 200 ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους, κυρίως στην περιοχή της Βαλένθια. Οι περιοχές που επλήγησαν από τις πλημμύρες αντιπροσωπεύουν περίπου το 2% της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
Οι ξαφνικές αυτές πλημμύρες, αποτέλεσμα καταρρακτωδών βροχών, κατέστρεψαν υποδομές όπως γέφυρες και σπίτια, παρέλυσαν επιχειρήσεις και προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες και τις βιομηχανίες.
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της Ισπανίας, οι εκτιμήσεις για τις οικονομικές συνέπειες είναι αβέβαιες, ωστόσο προβλέπεται ότι το ΑΕΠ της χώρας θα υποστεί μείωση κατά 0,2% στο τρέχον τρίμηνο, με αρνητικές συνέπειες να παρατηρούνται και ένα χρόνο αργότερα. Επιπλέον, αναμένεται αύξηση στις τιμές καταναλωτή κατά 0,15 ποσοστιαίες μονάδες.
Πριν τις πλημμύρες, οι προβλέψεις της κυβέρνησης για την ανάπτυξη της ισπανικής οικονομίας ήταν θετικές, με αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης στο 2,7% για φέτος, μια απόδοση που υπερβαίνει τις περισσότερες άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέχρι τον Οκτώβριο, οι τιμές καταναλωτή έχουν αυξηθεί κατά 1,8% σε ετήσια βάση.
Ως απάντηση στην κατάσταση, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα πακέτο μέτρων βοήθειας ύψους 14,36 δισ. ευρώ, προκειμένου να στηριχθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις που πλήττονται οικονομικά από τις πλημμύρες.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ισπανίας, Χοσέ Λουίς Εσκριβά, δήλωσε ότι είναι επιθυμητό η βοήθεια αυτή να είναι “προσωρινή και ειδικά στοχευμένη” σε κλάδους που έχουν πληγεί, με στόχο την ελάφρυνση των μακροπρόθεσμων επιβάρυνσης.
Οι ζημιές στις επιχειρήσεις στις πληγείσες πόλεις ενδέχεται να ξεπεράσουν τα 10 δισ. ευρώ, ενώ το ποσό των δανείων που έχουν εκτεθεί στις περιοχές αυτές σύμφωνα με εκπροσώπους των τοπικών επιχειρήσεων και αξιωματούχους της Τράπεζας της Ισπανίας φτάνει τα 20,6 δισ. ευρώ.
Ο κ. Εσκριβά διαβεβαίωσε ότι ο ισπανικός τραπεζικός τομέας είναι σε θέση να απορροφήσει το σοκ, συμπεριλαμβανομένων και των μικρότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είναι περισσότερο εκτεθειμένα.
Συνολικά, σχεδόν 27.000 επιχειρήσεις και περίπου μισό εκατομμύριο δανειολήπτες στις πληγείσες περιοχές διαθέτουν ανεξόφλητα δάνεια, όπως αναφέρθηκε από την κεντρική τράπεζα.