Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ της Libération, 62 χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που η γαλλική κυβέρνηση ανατράπηκε στη 5η Δημοκρατία. Αυτή η ανατροπή συνέβη τον Οκτώβριο του 1962, μιλώντας για μια περίοδο πολιτικής αναταραχής λόγω της κρίσης στην Αλγερία, η οποία είχε οδηγήσει στην πτώση της 4ης Δημοκρατίας. Σήμερα, η πολιτική σκηνή της Γαλλίας βιώνει μια «εσωτερική» έκρηξη: ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν διαφαίνεται πολιτικά αποδυναμωμένος καθώς πλησιάζει στο τέλος της δεύτερης θητείας του, με τα ακραία κόμματα να κερδίζουν έδαφος, από τη Μαρίν Λεπέν έως τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Παράλληλα, η γαλλική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα όπως το χρέος και η ακρίβεια, ενώ ο πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ κινδυνεύει με πολιτικό εξευτελισμό, καθώς μπορεί να χάσει τη θέση του μόλις τρεις μήνες μετά την ανάληψή της.
Η τρέχουσα κατάσταση στη Γαλλία είναι περίπλοκη και πολυδιάστατη. Αρχικά, υπάρχει η οικονομία: ο Μπαρνιέ κλήθηκε να αντιμετωπίσει το γιγαντιαίο χρέος της χώρας, τη στιγμή που οι πολίτες υποφέρουν από μείωση της αγοραστικής τους δύναμης. Ο προϋπολογισμός που παρουσίασε, ο οποίος προτείνει αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών ύψους 60 δισ. ευρώ, έχει απορριφθεί από την πλειονότητα των πολιτικών κομμάτων. Η απόφαση του να παρακάμψει την εθνοσυνέλευση ενεργοποιώντας το άρθρο 49.3 έχει προκαλέσει πρόταση μομφής τόσο από την Αριστερά του Μελανσόν όσο και από την Ακροδεξιά της Λεπέν, που έχουν την κοινοβουλευτική δύναμη να τον ανατρέψουν.
Δεύτερον, υπάρχει το πολιτικό ζήτημα: η Γαλλία βιώνει μια «τέλεια καταιγίδα», με έλλειψη μιας προσωπικότητας που να μπορεί να ενώσει το έθνος. Η εθνοσυνέλευση που προήλθε από τις πρόσφατες εκλογές είναι κατακερματισμένη και βαθιά διχασμένη μετά την καταστροφική ήττα του Μακρόν, ενώ η κυβέρνηση Μπαρνιέ είναι κυβέρνηση μειοψηφίας. Η ακρίβεια, τα μεταναστευτικά θέματα και η αίσθηση ματαίωσης, παρά την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι, έχουν οδηγήσει σε ένα ασταθές πολιτικό τοπίο.
Εάν η κυβέρνηση Μπαρνιέ καταρρεύσει, η κατάσταση ενδέχεται να επιδεινωθεί: το γαλλικό Σύνταγμα απαγορεύει τη διεξαγωγή νέων εκλογών πριν περάσει ένα έτος από τις τελευταίες, υποχρεώνοντας τη Γαλλία να πορευτεί με υπηρεσιακή κυβέρνηση ή κυβέρνηση τεχνοκρατών μέχρι τον Ιούλιο του 2025. Ο Μακρόν μπορεί να διατηρήσει τον Μπαρνιέ ως πρωθυπουργό, χωρίς ωστόσο καμία πολιτική νομιμοποίηση. Εν τω μεταξύ, οι διεθνείς συνθήκες είναι επίσης ανησυχητικές, με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ και δύο πολέμους σε κρίσιμες στιγμές.
Η πιθανότητα κατάρρευσης της κυβέρνησης Μπαρνιέ λόγω των αντιπαραθέσεων γύρω από τον προϋπολογισμό επηρεάζει αρνητικά τις χρηματιστηριακές αγορές, καθώς και την οικονομία της Ευρώπης. Ο υπουργός Οικονομικών, Αντουάν Αρμάν, δήλωσε σε συνέντευξή του ότι «η χώρα βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο», επικαλούμενος την ευθύνη των πολιτικών να μην προκαλέσουν αβεβαιότητα.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο κοινοβούλιο, ο Μπαρνιέ επεσήμανε ότι πριν υποβάλει τον προϋπολογισμό, είχε συνομιλήσει με όλα τα κόμματα για τη σημασία της μείωσης του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Ανέφερε την ανάγκη «να σημειωθεί πρόοδος» και υπογράμμισε ότι όλοι οι πολιτικοί πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους για το μέλλον της χώρας.
Όπως σημειώνει ο Guardian, η ενδεχόμενη κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαρνιέ θα οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και στη Γερμανία, τις δύο νευραλγικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μία περίοδο που πλησιάζει η επιστροφή του Τραμπ στη Λευκή Οίκο.