Η Γερμανία εισέρχεται επισήμως σε προεκλογική περίοδο, καθώς ο πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ ανακοίνωσε τη διάλυση του Μπούντεσταγκ και την προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών για τις 23 Φεβρουαρίου.
Η κίνηση αυτή ακολούθησε την πτώση της κυβέρνησης του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, σηματοδοτώντας μια σημαντική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Σε δηλώσεις του, ο Στάινμαϊερ επεσήμανε ότι «η πολιτική σταθερότητα είναι ένα διαχρονικό πλεονέκτημα της Γερμανίας» και τόνισε ότι η διάλυση του κοινοβουλίου αποτελεί μια «εξαίρεση στον κανόνα». Υπογράμμισε την ανάγκη για μια κυβέρνηση με ισχυρή πλειοψηφία, ικανή να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της εποχής.
Η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς κατέρρευσε πρόσφατα τον Δεκέμβριο, όταν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) του υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, αποσύρθηκαν από τον κυβερνητικό συνασπισμό. Αυτή η απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας οδήγησε στην ψήφο μη εμπιστοσύνης, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για πρόωρες εκλογές.
Μάχη για την εξουσία με φαβορί τον Μερτς
Η ανακοίνωση των εκλογών σηματοδοτεί επίσης την επίσημη έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας. Ο επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Φρίντριχ Μερτς, θεωρείται το φαβορί για τη θέση του καγκελάριου, με κατηγορίες κατά της απερχόμενης κυβέρνησης ότι υπερβολικά ρύθμισε την οικονομία και περιορίζει την ανάπτυξή της.
Δημοσκοπήσεις δείχνουν τους συντηρητικούς του CDU/CSU να προηγούνται με πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) φαίνεται ότι ξεπερνά το SPD, με τους Πράσινους να καταλαμβάνουν την τέταρτη θέση.
Η προεκλογική περίοδος στη Γερμανία αναμένεται να είναι καθοριστική για την πορεία της χώρας, καθώς οι προκλήσεις που αφορούν την οικονομία και την πολιτική σταθερότητα βρίσκονται στο επίκεντρο.