Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν, προχώρησε στον **διορισμό του Φρανσουά Μπαϊρού ως νέο πρωθυπουργό**, μόλις μία εβδομάδα μετά την πτώση του προκατόχου του, Μισέλ Μπαρνιέ. Η κυβέρνηση Μπαρνιέ, που ανήκε στην κεντροδεξιά, αντιμετώπισε σοβαρές αντιδράσεις από την αντιπολίτευση, η οποία την ανέτρεψε μέσω ψήφου δυσπιστίας εξαιτίας του προϋπολογισμού λιτότητας.
Για να αποκατασταθεί η πολιτική σταθερότητα στη Γαλλία, είναι απαραίτητη η συγκρότηση ενός νέου υπουργικού συμβουλίου που θα απολαμβάνει την υποστήριξη της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Κάτι που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι ούτε οι κεντρώες δυνάμεις του Μακρόν ούτε κάποιο άλλο κόμμα έχουν απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαρνιέ, ορισμένοι πολιτικοί της αντιπολίτευσης επανέφεραν το αίτημα για την παραίτηση του Μακρόν, της θητείας του οποίου λήγει το 2027, αλλά ο πρόεδρος το απέρριψε.
Η εκλογή του νέου πρωθυπουργού δεν σημαίνει απαραίτητα και την άμεση λύση της πολιτικής κρίσης. Για να υπάρξει προοπτική σταθερότητας, η νέα κυβέρνηση πρέπει να επιδιώξει συνεργασία, ή τουλάχιστον ανοχή, από όσο το δυνατόν περισσότερα κόμματα της Βουλής. Ο Φρανσουά Μπαϊρού και η κυβέρνησή του καλούνται να αναζητήσουν συναίνεση σε καθοριστικά θέματα, όπως είναι π.χ. ο προϋπολογισμός.
Η συνέχιση του πολιτικού αδιεξόδου στη Γαλλία ενδεχομένως να έχει σοβαρές συνέπειες για την οικονομία της, ειδικά δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξε διαδικασία για υπερβολικό έλλειμμα (ΔΥΕ) κατά της Γαλλίας. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως το χρέος της Γαλλίας ανέρχεται περίπου στα 3,2 τρισεκατομμύρια ευρώ, κατατάσσοντάς την τρίτη σε ύψος, μετά την Ελλάδα και την Ιταλία.
Η κυβέρνηση Μπαϊρού θα χρειαστεί να προετοιμάσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα έναν νέο προϋπολογισμό λιτότητας, ώστε να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες οικονομίες δεν θα εκτροχιαστούν. Ωστόσο, παραμένει αβέβαιο πώς θα μπορέσει ο Μπαϊρού να ξεπεράσει τα εμπόδια που υπήρξαν κατά τον προκάτοχό του. Η πλειοψηφία στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση είχε απορρίψει πριν την κυβερνητική πρόταση για λιτότητα, ζητώντας την αύξηση των κρατικών δαπανών.
Ο πρόεδρος Μακρόν σχεδιάζει να επαναφέρει την πολιτική σταθερότητα συνεργαζόμενος στενά με τις αριστερές δυνάμεις στο κοινοβούλιο, για να αποφύγει μια νέα ψήφο δυσπιστίας, στην οποία είναι πιθανό να χάσει και πάλι. Ελπίζει ότι μέσω αυτής της προσέγγισης θα μπορέσει να “αφοπλίσει” πολιτικά τη Μαρίν Λεπέν και την Εθνική Συσπείρωση, καθώς αυτή ετοιμάζεται για τις προεδρικές εκλογές του 2027 και αναδεικνύεται ως θύμα των “στρατηγικών παιχνιδιών” του Μακρόν. Ωστόσο, παραμένει αβέβαιο αν οι αντιδράσεις της Λεπέν θα ενισχυθούν από αυτήν την πολιτική.