Η Ουκρανία συνεχίζει να στηρίζεται στην υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά μετά τις «τρομακτικές» επιθέσεις της Ρωσίας κατά του ενεργειακού της δικτύου, που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο πάνω από δέκα ανθρώπων. Όπως δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, «Οι επιθέσεις αυτές είναι φρικτές. Είμαστε αποφασισμένοι να σταθούμε στο πλευρό της Ουκρανίας όσο χρειαστεί». Η ανακοίνωση αυτή έγινε την Κυριακή (17/11) στο Ρίο ντε Ζανέιρο, πριν από τη σύνοδο της G20. «Η Ουκρανία μπορεί να υπολογίζει στην αλληλεγγύη μας», πρόσθεσε.
Από την πλευρά του, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, προχώρησε σε μια σαφή δέσμευση για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, διαβεβαιώνοντας ότι «θα παραδώσουμε όπλα και εξοπλισμό για να υποστηρίξουμε τον αγώνα τους». Μετά τις επιθέσεις, ο Μακρόν εξέφρασε την ανησυχία του, τονίζοντας ότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, «δεν επιθυμεί την ειρήνη» και δεν είναι διατεθειμένος να διαπραγματευτεί.
Μετά την σφοδρή επίθεση που πραγματοποιήθηκε νωρίς το πρωί της Κυριακής (17/11), ο Μακρόν τόνισε ότι «είναι σαφές ότι ο πρόεδρος Πούτιν επιδιώκει την κλιμάκωση» της σύρραξης.
Ο απερχόμενος επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Τζουζέπ Μπορέλ, υπογράμμισε την ανάγκη για «προστασία από αεροπορικές επιθέσεις» στην Ουκρανία, αναφέροντας ότι αυτό θα είναι το κορυφαίο θέμα που θα θέσει στους υπουργούς Εξωτερικών της ΕΕ στην επόμενη συνεδρίασή τους στις Βρυξέλλες.
Οι ρωσικές επιθέσεις, που περιλάμβαναν μαζικούς βομβαρδισμούς από πυραύλους και drones, αποσκοπούσαν στο να «τρομάξουν τους πολίτες σε όλη την Ουκρανία» και να πλήξουν τις κρίσιμες ενεργειακές υποδομές, καθώς ο χειμώνας πλησιάζει.
Η διάρκεια και η ένταση της τελευταίας ρωσικής επίθεσης αποδεικνύουν πόσο εύθραυστο παραμένει το ουκρανικό ενεργειακό δίκτυο. Επίσης, οι ουκρανικές αρχές ανησυχούν ότι η υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να αποδυναμωθεί, ειδικά αν ο Ρεπουμπλικάνος Ντόναλντ Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου 2025. Παρά τις ανασφάλειες, ο απερχόμενος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αποφάσισε να άρει τους περιορισμούς σε ό,τι αφορά τη χρήση αμερικανικών όπλων στη ρωσική επικράτεια, επιτρέποντας έτσι στις ουκρανικές δυνάμεις να πλήξουν στρατηγικούς στόχους βαθιά στη Ρωσία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η επίθεση αυτή συντελείται μόλις δύο ημέρες μετά τη συνάντηση του Γερμανού καγκελάριου, Όλαφ Σολτς, με τον Ρώσο πρόεδρο. Όπως υπογράμμισε ο Σολτς, η επανέναρξη οποιωνδήποτε επαφών με τη Ρωσία είναι επικίνδυνη και δεν πρέπει να ληφθεί ελαφρά τη καρδία.