Η επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη είναι αξιοσημείωτη και δεν περνά απαρατήρητη. Στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, ο νέος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών εξέφρασε έντονη ανησυχία για τις χώρες που παράγουν πετρέλαιο, επιρρίπτοντας ευθύνες για την παρατεταμένη σύγκρουση στην Ουκρανία, και προειδοποίησε για σφοδρούς δασμούς αν δεν αλλάξουν πορεία.
«Πρέπει να μειωθούν οι τιμές» τόνισε ο Τραμπ, απευθυνόμενος στους ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας και των υπόλοιπων μελών του OΠΕΚ. Η απογοήτευσή του ήταν εμφανής καθώς εξέφρασε την απορία του για το γεγονός ότι δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική κίνηση έως τώρα, καθώς η Ρωσία εκμεταλλεύεται τις υπερβολικές τιμές του πετρελαίου για να χρηματοδοτεί την στρατιωτική της δραστηριότητα στην Ουκρανία. “Η ανθρωπιστική κρίση έχει κοστίσει εκατομμύρια ζωές”, υπογράμμισε, επισημαίνοντας την αναγκαιότητα για μείωση του ενεργειακού κόστους.
Στην πρώτη του δημόσια εμφάνιση μέσω βίντεο μετά την ορκωμοσία του, ο Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε για δασμούς σε εισαγόμενα προϊόντα, αναφέροντας: «Αν δεν επιθυμείτε να παράγετε τα προϊόντα σας στην Αμερική – και αυτό είναι δικαίωμά σας – τότε, απλά, θα ερμηνεύσουμε αυτό ως λόγο για να επιβάλουμε δασμούς».
Παράλληλα, κάλεσε την ανεξάρτητη Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED) να μειώσει άμεσα τα επιτόκια, εξηγώντας ότι αυτό θα ενισχύσει τόσο την αμερικανική όσο και την παγκόσμια οικονομία. Αναφερόμενος στην Κίνα, υποστήριξε ότι η εμπορική σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες είναι «μη δίκαιη», και δεν απέκλεισε την επιβολή νέων σφοδρών δασμών για να διασφαλιστούν οι ίσοι όροι ανταγωνισμού.
Ωστόσο, η Ευρώπη δεν θα μείνει εκτός πλάνου νέων δασμών, καθώς όπως είπε, αν και έχει εκτίμηση προς αυτήν, “μας συμπεριφέρεται πολύ άδικα και πολύ απαξιωτικά”. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, οι Ευρωπαίοι «θωρακίζουν την αγορά τους, καθιστώντας δύσκολη την είσοδο αμερικανικών προϊόντων, ενώ ταυτόχρονα προσδοκούν να πουλήσουν τα δικά τους στην Αμερική».
Για τον Τραμπ, η εφαρμογή μιας στρατηγικής δασμών θα μπορούσε να αποφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες “εκατοντάδες δισεκατομμύρια, ακόμα και τρισεκατομμύρια δολάρια”, με στόχο “την ενίσχυση της οικονομίας μας και την αποπληρωμή του εθνικού χρέους”.