Η κατάρρευση μιας γέφυρας στη βόρεια Βραζιλία την περασμένη Κυριακή είχε τραγικές συνέπειες, με τουλάχιστον δέκα άτομα να χάνουν τη ζωή τους, ενώ επτά ακόμη παραμένουν αγνοούμενοι, όπως ανακοινώθηκε από το βραζιλιάνικο πολεμικό ναυτικό την Παρασκευή.
Η γέφυρα Ζουσελίνου Κουμπισέκ τζι Ολιβέιρα, η οποία συνέδεε τις πολιτείες Μαρανιάου (βορειοανατολικά) και Τοκαντίνς (βόρεια), κατέρρευσε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Μέρος της γέφυρας υποχώρησε, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία και ενστάσεις για την ασφάλεια των υποδομών στην περιοχή.
Το πολεμικό ναυτικό εντόπισε άλλο ένα πτώμα στον ποταμό Τοκαντίνς και ένα ακόμα σε απόσταση έξι χιλιομέτρων από το σημείο της κατάρρευσης. Σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις, «έχουν επιβεβαιωθεί δέκα θάνατοι» με «επτά άτομα να αγνοούνται» προς το παρόν.
Οι επιχειρήσεις διάσωσης είναι σε πλήρη εξέλιξη, με τη συμμετοχή 70 διασωστών και τη χρήση ειδικού υπερβαρικού θαλάμου για την εξερεύνηση περιοχών που φτάνουν σε βάθος 30 μέτρων, όπως ενημέρωσε το ναυτικό.
Η κατάρρευση προκάλεσε επίσης την πτώση τριών φορτηγών που μετέφεραν «22.000 λίτρα εντομοκτόνων και 76 τόνους θειικού οξέος», οι οποίοι είναι επικίνδυνοι χημικοί παράγοντες. Σύμφωνα με την εθνική υπηρεσία διαχείρισης υδάτινων πόρων, τα βυτία φαίνεται να είναι «άθικτα», γεγονός που εντάσσει τους φόβους μόλυνσης σε χαμηλότερα επίπεδα.
Ένας εκπρόσωπος της πυροσβεστικής ανέφερε ότι ο κίνδυνος μόλυνσης από θειικό οξύ είναι «χαμηλός», προσφέροντας μια αχτίδα αισιοδοξίας στη δύσκολη κατάσταση. Αξιωματούχος της πολιτειακής γραμματείας Περιβάλλοντος της Μαρανιάου τόνισε στο τηλεοπτικό δίκτυο Globo ότι το χειρότερο σενάριο, η μολυσμένη ροή του ποταμού, αποφεύχθηκε.
Η γέφυρα, μήκους περίπου 500 μέτρων, είχε κατασκευαστεί το 1960 και η κατάρρευσή της εγείρει ερωτήματα σχετικά με την κατάσταση των υποδομών στην περιοχή.