Η ρωσική στρατιωτική παρουσία στη Συρία: Το μέλλον παραμένει αβέβαιο. Σύμφωνα με η ανάλυση του αμερικανικού Ινστιτούτου για τη Μελέτη του Πολέμου (ISW), υπάρχουν πολλές αναφορές στα ΜΜΕ για την εκκένωση ρωσικών στρατιωτικών βάσεων στην Συρία.
Ωστόσο, η σκέψη αυτή συνοδεύεται από την προειδοποίηση ότι η «σύνθετη φύση» της πολιτικής κατάστασης στη Συρία μπορεί να προκαλέσει αντιφατικές πληροφορίες σχετικά με το αν η Ρωσία βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τις ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης. Αν και η οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) υπό τον Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζολάνι ελέγχει σημαντικό μέρος της προσωρινής κυβέρνησης, η πλήρης κυριαρχία της επί όλων των ομάδων που συνδράμουν στην πτώση του καθεστώτος Άσαντ δεν έχει ακόμα επιτευχθεί. Έτσι, το ερώτημα του αν η Ρωσία διατηρεί επαφές με όλα τα τμήματα της συριακής αντιπολίτευσης παραμένει αναπάντητο, κάτι που είναι κρίσιμο για την ασφάλεια των στρατιωτικών της εγκαταστάσεων στη χώρα.
«Στο Χμέιμιμ παρατηρείται αυξημένη δραστηριότητα, αλλά όχι σε βαθμό που να υποδηλώνει εκκένωση», δήλωσε στη Deutsche Welle ο Γκούσταβ Γκρέσελ, πρώην συνεργάτης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων. Πιστεύει ότι τα ρωσικά πλοία συνεχίζουν τις ναυτικές ασκήσεις στη Μεσόγειο χωρίς να απομακρύνονται και ότι είναι πιθανό «η Ρωσία να αρχίσει κρυφές διαβουλεύσεις για τη διατήρηση των βάσεών της».
Η στρατηγική σημασία της Μεσογείου για τη Μόσχα
Ο στρατιωτικός ειδικός Μάρκους Ράισνερ επισημαίνει ότι η ναυτική βάση του Ταρτούς είναι «στρατηγικά πιο σημαντική» για τη Ρωσία, καθώς παρέχει τη δυνατότητα εκτόξευσης δυνάμεων στην περιοχή της Μεσογείου. Η αεροπορική βάση του Χμέιμιμ, η οποία ήταν απαραίτητη για την υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ, φαίνεται λιγότερο κρίσιμη σήμερα.
Αντίθετα, ο Βρετανός αναλυτής Μαρκ Γκαλεότι, στο βιβλίο του «Οι πόλεμοι του Πούτιν», τονίζει ότι και οι δύο βάσεις είναι εξίσου σημαντικές για την Μόσχα. «Είναι εντυπωσιακό πόσο γρήγορα οι Ρώσοι προσπαθούν να έρθουν σε συμφωνία με την οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ», υπογραμμίζει. «Μέχρι πρόσφατα τους αποκαλούσαν ‘τρομοκράτες’, αλλά τώρα έχουν αρχίσει να τους αναγνωρίζουν ως ‘αντάρτες’, ελπίζοντας για μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία».
Όσον αφορά τις προσφορές της Ρωσίας, ο Γκαλεότι αναφέρει ότι «οι αντάρτες επιθυμούν να αποφύγουν την πλήρη εξάρτηση από την Τουρκία» και οι Ρώσοι, «με ρεαλιστική προσέγγιση», θα μπορούσαν να προσφέρουν ευκαιρίες μείωσης αυτής της εξάρτησης, διατηρώντας παράλληλα τους στρατηγικούς και εμπορικούς δεσμούς με τη Συρία.
Η ερευνήτρια Μπουρσού Οστσελίκ από το βρετανικό Ινστιτούτο RUSI εκτιμά ότι οι αντάρτες δεν βιάζονται να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες της Μόσχας. «Είναι αβέβαιο αν η HTS είναι πρόθυμη να γίνει σύμμαχος του Πούτιν, ιδιαίτερα όταν ο Άσαντ είναι ασφαλής σε ρωσικό έδαφος», αναφέρει. Ειδικότερα, προβλέπει ότι τώρα ξεκινά μια παρατεταμένη περίοδος διαπραγματεύσεων, με σκοπό οι περιφερειακές δυνάμεις, κυρίως η Ρωσία και το Ιράν, να αναθεωρήσουν τη στρατηγική τους απέναντι στη Συρία.