Ρωσία και Τουρκία φέρονται να αξιοποίησαν την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου, στη νότια Τουρκία, ως δίοδο για να παρακάμψουν τις δυτικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Μόσχα μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal, μέσω αυτής της διαδικασίας, περισσότερα από 5 δισεκατομμύρια δολάρια μεταφέρθηκαν εμμέσως από ρωσική τράπεζα που υπόκειται σε κυρώσεις, σε κρατική τράπεζα της Τουρκίας.
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι, βάσει του χρηματοδοτικού σχεδίου που συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο χωρών, η Ρωσία διοχέτευσε 9 δισεκατομμύρια δολάρια από την πληγείσα από τις κυρώσεις ρωσική κεντρική τράπεζα στην Gazprombank, τον τραπεζικό βραχίονα της ρωσικής κρατικής εταιρείας φυσικού αερίου. Σκοπός της μεταφοράς ήταν η χρηματοδότηση της κατασκευής του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας Ακούγιου, στην επαρχία Μερσίνα. Η κατασκευή του σταθμού ξεκίνησε το 2018 και προβλέπεται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία το 2026.
Η κατασκευή του πυρηνικού εργοστασίου αναλαμβάνεται από τη ρωσική κρατική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας Rosatom.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, τα κεφάλαια μεταφέρθηκαν από την Gazprombank στην τουρκική κρατική τράπεζα Ziraat Bank. Με αυτόν τον τρόπο, η ρωσική πλευρά φέρεται να μετέφερε πάνω από 5 δισεκατομμύρια δολάρια, με την προοπτική να ακολουθήσουν και άλλες μεταφορές.
Σύμφωνα με το σχέδιο, ο πυρηνικός σταθμός Ακούγιου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη διοχέτευση δολαρίων σε ρωσικές εταιρείες που διατηρούσαν λογαριασμούς στη Ziraat Bank, αποφεύγοντας την ανάγκη μεταφοράς κεφαλαίων μέσω των ΗΠΑ και τον κίνδυνο εντοπισμού τους.
Όπως αναφέρει η WSJ, “οι μεγάλες επενδύσεις σε πυρηνικά εργοστάσια που χρηματοδοτούνται με περίπλοκους τρόπους προσφέρουν έναν βολικό μηχανισμό για την απόκρυψη χρημάτων που διακινούνται για άλλους σκοπούς“.
Αμερικανοί αξιωματούχοι εξέφρασαν ανησυχίες για τις μεγάλες χρηματικές μεταφορές, καθώς δύο μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, η JPMorgan Chase και η Citigroup, διαχειρίστηκαν τη ροή των κεφαλαίων. Μάλιστα, 2 δισεκατομμύρια δολάρια από τα ρωσικά κεφάλαια δεσμεύτηκαν στην JPMorgan, μετά από παρέμβαση της αμερικανικής κυβέρνησης που σταμάτησε ορισμένες από τις τραπεζικές μεταφορές.
Σύμφωνα με την WSJ, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ερευνά την πιθανή εμπλοκή του Ιμπραήμ Καλίν, στενού συνεργάτη του προέδρου Ερντογάν και διευθυντή των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας, στις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν το 2022. Ο Καλίν ήταν τότε εκπρόσωπος του προέδρου και σύμβουλος εθνικής ασφάλειας.
Επιπλέον, ο τότε υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας, Νουρεντίν Νεμπάτι, φέρεται επίσης να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις μεταφορές.
Σύμφωνα με πηγές της WSJ, ούτε ο Καλίν ούτε ο Νεμπάτι απάντησαν σε αιτήματα για σχολιασμό.
Για την Τουρκία, το κίνητρο ήταν η ενίσχυση της προσφοράς δολαρίων στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα, σε μια περίοδο που η τουρκική κεντρική τράπεζα δανειζόταν δολάρια από τις εμπορικές τράπεζες για να στηρίξει τη λίρα, χωρίς να αυξήσει τα επιτόκια ενόψει του αυξανόμενου πληθωρισμού.
Το 2024, αμερικανοί εισαγγελείς επιχείρησαν να κατασχέσουν τα χρήματα, με την αιτιολογία ότι προέρχονταν από παράκαμψη κυρώσεων, ξέπλυμα χρήματος και τραπεζική απάτη. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή μπλοκαρίστηκε από την κυβέρνηση Μπάιντεν, προκειμένου να αποφευχθεί η δυσαρέσκεια της Τουρκίας, ενός σημαντικού αλλά και αμφιλεγόμενου συμμάχου.
Αμερικανοί αξιωματούχοι εξέφρασαν φόβους ότι μια καταγγελία που θα ενέπλεκε την Τουρκία θα μπορούσε να υπονομεύσει τη συνεργασία με την κυβέρνηση Ερντογάν σε θέματα όπως η ανταλλαγή κρατουμένων, η αντιτρομοκρατική δράση, οι προσπάθειες σταθεροποίησης στη Συρία και ο τερματισμός του πολέμου στη Γάζα.
Σε αντίθεση με άλλους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία δεν επέβαλε κυρώσεις στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία, αλλά αντιθέτως επέκτεινε τις οικονομικές της σχέσεις με τη Μόσχα σε μια περίοδο οικονομικής πίεσης.