«Κανένας άνθρωπος που διαθέτει έστω και μια δόση πατριωτισμού δεν θα αποδεχόταν την παρέμβαση ξένων δυνάμεων στη χώρα και στον λαό του», ανέφερε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο κ. Ντμπάιμπα.
Τόνισε πως οποιαδήποτε ξένη παρουσία που δεν συνάδει με «διακρατικές συμφωνίες για εκπαίδευση, συμβουλευτικές υπηρεσίες ή εξοπλισμούς» και αφορά δυνάμεις που εισέρχονται βίαια στην επικράτεια, αντίκειται στη θέληση του λιβυκού λαού και την απορρίπτουν εντελώς.
Απαντώντας σε ερωτήσεις, ο κ. Ντμπάιμπα δεν επιβεβαίωσε την πιθανή μεταφορά ρωσικών οπλικών συστημάτων ή άλλου στρατιωτικού υλικού στη Λιβύη, ενώ η τύχη των ρωσικών βάσεων στη Συρία παραμένει αβέβαιη μετά την πτώση του υποστηριζόμενου από τη Μόσχα πρώην προεδρου Μπασάρ αλ Άσαντ τον Δεκέμβριο.
Ο Ιταλός υπουργός Άμυνας, Γκουίντο Κροζέτο, δήλωσε στην εφημερίδα La Repubblica ότι η Μόσχα φέρεται να μεταφέρει πόρους από τη βάση της στην Ταρτούς προς τη Λιβύη.
Η Λιβύη, σε κατάσταση χάους από την πτώση του Μουάμαρ Καντάφι το 2011, έχει χωριστεί σε δύο αντίπαλες κυβερνήσεις: αυτή του Αμπντελχαμίντ Ντμπάιμπα στην Τρίπολη και την άλλη που υποστηρίζεται από τον στρατάρχη Χαφτάρ στην ανατολή.
Από τον Απρίλιο του 2019 έως τον Ιούνιο του 2020, ο στρατάρχης Χαφτάρ, με την υποστήριξη ξένων χωρών όπως η Ρωσία και η Αίγυπτος, ξεκίνησε μια ευρεία επιχείρηση κατάληψης της Τρίπολης. Αυτή η επιχείρηση σταμάτησε χάρη στα στρατεύματα που υποστήριξαν την ΚΕΕ, με την υποστήριξη της Τουρκίας. Από τότε, η Μόσχα διατηρεί στενές σχέσεις με τον στρατάρχη Χαφτάρ.
Ο κ. Ντμπάιμπα επανέλαβε ότι οποιαδήποτε παρουσία δυνάμεων που δεν πληροί τις προϋποθέσεις των διακρατικών συμφωνιών είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται κατηγορηματικά.