Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, η πολιτική αστάθεια στη Γερμανία εν εξελίξει με τις πρόωρες εκλογές και οι πιθανές εξελίξεις γύρω από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στη διακυβέρνηση, αναδεικνύουν τρεις σημαντικούς παράγοντες γεωπολιτικού κινδύνου για την Ευρώπη το 2025.
Σύμφωνα με έκθεση γερμανών αναλυτών του Teneo, τους Κ. Νίκελ και Αν. Τούρσα, τα παραπάνω θέματα αποτελούν κινδύνους, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να κρύβουν και ευκαιρίες για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία
Καθώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προχωρά προς τα τέσσερα χρόνια, η κατάσταση στην Ουκρανία είναι ιδιαιτέρως τεταμένη. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας, ήδη εξαντλημένες, αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις να συγκρατήσουν τις αυξανόμενες ρωσικές επιθέσεις.
Το ενεργειακό σύστημα της Ουκρανίας βρίσκεται σε κρίση’, ενώ η υποστήριξη της κοινής γνώμης για τον πόλεμο μειώνεται. Καθώς η πιθανότητα στρατιωτικής νίκης εναντίον της Ρωσίας μειώνεται, οι Ουκρανοί φαίνεται να εξετάζουν όλο και περισσότερο τις διπλωματικές εναλλακτικές επιλογές για την επίλυση της κρίσης. Οι υποσχέσεις μίας μελλοντικής διακυβέρνησης Τραμπ να μεσολαβήσει για μία ειρηνική λύση είναι μία αχτίδα ελπίδας για την επίτευξη μιας κατάπαυσης του πυρός το 2025, αν και οι Ουκρανοί διατηρούν επιφυλάξεις αναφορικά με τις πολιτικές συνέπειες αυτής της απόφασης.
Ωστόσο, μια πιθανή κατάπαυση του πυρός δεν σημαίνει ότι οι ρωσοδυτικές σχέσεις θα επανέλθουν στην κανονικότητα. Ο πρόεδρος Πούτιν πιθανότατα θα συνεχίσει τις προσπάθειές του να αμφισβητήσει την παγκόσμια τάξη υπό ηγεσία των ΗΠΑ και τους θεσμούς που εκείνος θεωρεί ξεπερασμένους. Στόχος του είναι να αποκαταστήσει τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας σε πρώην σοβιετικές χώρες και περισσότερα κράτη της Βαλτικής.
Έτσι, οι ευρωπαϊκές χώρες που θεωρούνται μη φιλικές δυνητικά βιώνουν την αυξημένη απειλή ενός ρωσικού υβριδικού πολέμου, που περιλαμβάνει παραπληροφόρηση, κυβερνοεπιθέσεις και δολιοφθορές, και επηρεάζει αρνητικά την ασφάλεια και τις επιχειρήσεις.
Η αναταραχή στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας
Με την πτώση του κυβερνητικού συνασπισμού υπό την ηγεσία του Όλαφ Σολτς, οι Γερμανοί ψηφοφόροι καλούνται να συμμετάσχουν σε πρόωρες εκλογές στις 26 Φεβρουαρίου. Αυτές οι εκλογές έρχονται επτά μήνες νωρίτερα από την προγραμματισμένη ημερομηνία τους και είναι αποτέλεσμα πολιτικών καθυστερήσεων που παρατηρούνται τα τελευταία τρία χρόνια.
Η Γερμανία, μέσα σε λίγους μήνες, κατάφερε να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, εδραιώνοντας τη θέση της ως ο μεγαλύτερος στρατιωτικός και οικονομικός υποστηρικτής της Ουκρανίας στην Ευρώπη. Θεωρείται αξιέπαινη η επένδυση 100 δισεκατομμυρίων ευρώ στον στρατό και η υποδοχή περισσότερων από ένα εκατομμύριο προσφύγων.
Ωστόσο, η αυξανόμενη γεωπολιτική αστάθεια απαιτεί αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο παραδοσιακό βιομηχανικό μοντέλο και τη εξωτερική πολιτική της χώρας. Το ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών επενδύσεων καθώς και της στρατηγικής συνεργασίας στην Ευρώπη γίνεται όλο και πιο επιτακτικό.
Ανεξαρτήτως του ποιος θα είναι ο επόμενος καγκελάριος, το κύριο πολιτικό αποτέλεσμα είναι ήδη ορατό. Η Γερμανία φαίνεται ότι θα απομακρυνθεί από την παραδοσιακή δημοσιονομική πειθαρχία, προκειμένου να διευκολύνει τις εσωτερικές επενδύσεις και ταυτόχρονα να αναλάβει υψηλότερες ευθύνες στην Ευρώπη.
Η επιστροφή του Τραμπ και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ
Τα ευρωπαϊκά κράτη παρακολουθούν με ανησυχία την πιθανή επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Οι διατλαντικές συνομιλίες αναμένονται ότι θα εστιάσουν σε θέματα εμπορίου και άμυνας, ωστόσο το πολιτικό κλίμα θα είναι περίπλοκο λόγω των περιορισμένων δημοσιονομικών πόρων σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Η πολιτική αναταραχή στη Γαλλία, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές το καλοκαίρι, και η γερμανική επιφυλακτικότητα για τον κοινό δανεισμό της ΕΕ αναμένεται να προσθέσουν επιπλέον προκλήσεις. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβάλουν δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα, η Γαλλία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιθανόν να ζητήσουν αντίμετρα, ενώ η Γερμανία θα μπορούσε να είναι πιο συγκρατημένη.
Οι αξιωματούχοι στο Βερολίνο ελπίζουν ότι οι αυξημένες δαπάνες για την άμυνα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποκλιμάκωση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν αυτό συμβεί, θα συνεχιστεί η παραδοσιακή στρατηγική της Γερμανίας που υποστηρίζει μία ισχυρή αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη, κάτι που ωστόσο προκαλεί ανησυχία.
Εάν ο Τραμπ επιβάλει αυξήσεις δασμών σε κινεζικά προϊόντα, είναι πιθανό ότι το Παρίσι θα επαναλάβει την ανάγκη να προστατευθεί η αγορά της ΕΕ από τις συνέπειες αυτή της πολιτικής. Η Επιτροπή έχει ήδη προετοιμάσει μέτρα για την κινεζική τεχνολογία στον τομέα φωτοβολταϊκών, ανεμογεννητριών και ηλεκτρικών οχημάτων. Παρά τη σημαντική αυτή προετοιμασία, η Γερμανία παραμένει πιο επιφυλακτική. Ωστόσο, η συζήτηση για τους δασμούς της ΕΕ στα ηλεκτρικά ρεύματα κινεζικής προέλευσης δείχνει ότι η γαλλική θέση αποκτά ολοένα μεγαλύτερη επιρροή στην εν λόγω συζήτηση.