Η Ελλάδα προχωρά στην πρόωρη αποπληρωμή 7 δόσεων που ανέρχονται σε 18,5 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο ενός στρατηγικού σχεδίου που επιδιώκει να διατηρήσει τις υποχρεώσεις εξυπηρέτησης χρέους σε χαμηλά επίπεδα και μετά το 2032. Σύμφωνα με πληροφορίες του capital.gr, αυτή η στρατηγική περιλαμβάνει τη δυνατότητα αποπληρωμής του διμερούς δανείου των 52,3 δισ. ευρώ με τις χώρες της Ευρωζώνης (GLF) μέχρι το 2030, αντί του αρχικού χρονοδιαγράμματος του 2041.
Για το τρέχον έτος, προγραμματίζεται η αποπληρωμή μιας ακόμη διπλής δόσης ύψους 5,3 δισ. ευρώ. Η στρατηγική αυτή θα υλοποιηθεί μέσω σταδιακής μείωσης των ταμειακών διαθεσίμων του δημοσίου, τα οποία αυτή τη στιγμή παραμένουν σταθερά πάνω από 32 δισ. ευρώ.
Το Διμερές Δάνειο με την Ευρωζώνη
Η Ελλάδα έχει ξεκινήσει την αποπληρωμή ενός διμερούς δανείου ύψους 52,9 δισ. ευρώ που αντλήθηκε από κράτη μέλη της Ευρωζώνης το 2010, πριν την εφαρμογή του πρώτου μνημονίου. Από αυτό το ποσό, η Ελλάδα έχει χρησιμοποιήσει 32,3 δισ. ευρώ. Η αρχική προθεσμία αποπληρωμής επεκτάθηκε κατά 15 χρόνια με το δεύτερο μνημόνιο, και το επιτόκιο μειώθηκε κατά 1%. Οι πρόωρες αποπληρωμές αυτού του δανείου ξεκίνησαν το 2022 με διπλές δόσεις ύψους 5,29 δισ. ευρώ.
Μέχρι τώρα, η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πρόωρα δύο διπλές δόσεις συνολικού ύψους 10,58 δισ. ευρώ το 2022 και το 2023. Στο τέλος του τρέχοντος έτους, θα γίνει και μια τρίτη πληρωμή, φέρνοντας το σύνολο των πρόωρων αποπληρωμών στα 15,9 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν το μισό του δανείου. Η κίνηση αυτή δεν προσφέρει μόνο κάλυψη τόκων της τάξης των 110 εκατ. ευρώ, αλλά παράλληλα έχει βελτιώσει σημαντικά τη φήμη της Ελλάδας στην ΕΕ, καθιστώντας την ένα θετικό παράδειγμα για πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας.
Το Κέρδος από τις Αγορές
Η αποπληρωμή των χρεών των μνημονίων, σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση των επιτοκίων των δανείων του επίσημου τομέα μέσω χρηματοοικονομικών εργαλείων, έχει μειώσει τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων κατά 300 μονάδες βάσης, από το 2020 σε σύγκριση με το 2018. Σημειώνεται ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων κυμαίνονται σήμερα γύρω από το 3,5-3,8% ανάλογα με την διάρκεια, ενώ τα επιτόκια της ΕΚΤ έχουν αυξηθεί στο 4-4,75%.
Ενδεικτικός δείκτης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών ομολόγων είναι το spread του 10ετούς ομολόγου σε σύγκριση με το γερμανικό. Ως αρχές του 2023, το spread ήταν στις 130 μονάδες βάσης και σήμερα έχει περιοριστεί στις 100 μονάδες βάσης, σε σύγκριση με 450-500 μονάδες βάσης το 2028. Καθώς εξακολουθούν να αποπληρώνονται τα χρέη των μνημονίων, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων μειώνονται και πλέον συγκρίνονται ευθέως με αυτές της Ισπανίας και πλησιάζουν τις αποδόσεις της Πορτογαλίας, αφήνοντας πίσω την Ιταλία.