Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα θα υποστεί σημαντικές αλλαγές με τη νέα προσέγγιση που εισάγεται από το 2028, βασισμένη στον πληθωρισμό και την αγοραστική δύναμη. Αυτή η στρατηγική έρχεται ως συνέχεια της δέσμευσης της κυβέρνησης να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ μέχρι το 2027.
Το Υπουργείο Εργασίας ετοιμάζει ένα νομοσχέδιο στο πλαίσιο της εφαρμογής ευρωπαϊκών κατευθυντήριων γραμμών για τους κατώτατους μισθούς, το οποίο θα περιλάβει τις βασικές αλλαγές που θα συζητηθούν στο υπουργικό συμβούλιο.
Η εφαρμογή του νέου μηχανισμού θα γίνει σε δύο φάσεις: από το 2025 έως το 2027 και από το 2028 και μετά.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης, οι αυξήσεις θα αποφασίζονται από την κυβέρνηση με βάση προτάσεις από κοινωνικούς εταίρους και επιστημονικούς φορείς. Δηλαδή, ο κατώτατος μισθός θα αυξάνεται κατά 40 ευρώ ετησίως: από 830 ευρώ το 2024 σε 870 ευρώ το 2025, 910 ευρώ το 2026 και 950 ευρώ το 2027, όπως έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση.
Αυτές οι αλλαγές θα επεκταθούν και στο Δημόσιο, εξασφαλίζοντας ότι δεν θα υπάρχουν διαφορές στις κατώτατες αποδοχές μεταξύ του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα.
Από το 2025, θα εισαχθούν νέα κριτήρια για τον καθορισμό των αυξήσεων στον κατώτατο μισθό, τα οποία θα περιλαμβάνουν την αγοραστική δύναμη, το κόστος ζωής και τα γενικά επίπεδα μισθών.
Από την 1η Ιανουαρίου 2028, ο κατώτατος μισθός και το αντίστοιχο ημερομίσθιο θα αυξάνονται σύμφωνα με έναν νέο συντελεστή, που θα προκύπτει από τον ετήσιο πληθωρισμό του φτωχότερου 20% των εργαζομένων, καθώς και από τη μισή μεταβολή της αγοραστικής τους δύναμης. Ο πληθωρισμός θα μετράται από 1η Ιουλίου έως 30 Ιουνίου κάθε έτους, ενώ η αγοραστική δύναμη θα προσδιορίζεται από τον γενικό δείκτη μισθών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Ο μηχανισμός αυτός εισάγει μια ρήτρα προστασίας από μειώσεις: αν οι υπολογισμοί δείχνουν ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να μειωθεί, οι αποδοχές δεν θα αναπροσαρμόζονται και θα παραμένουν σταθερές.
Για τη μέτρηση της αγοραστικής δύναμης θα χρησιμοποιηθεί ένας νέος μισθολογικός δείκτης, ο οποίος θα εξετάσει το ποσοστό που οι χαμηλόμισθοι δαπανούν για τις βασικές τους ανάγκες, όπως τροφή, στέγη και ενέργεια. Στη βάση πρόσφατων στοιχείων, οι χαμηλόμισθοι ξοδεύουν το 55% του εισοδήματός τους σε αυτές τις ανάγκες, ενώ οι υψηλότεροι μισθοί επενδύουν μόνο το 30%.
Σύμφωνα με έρευνες του 2024, το 77,3% του φτωχού πληθυσμού ήρθε αντιμέτωπος με οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες δαπάνες, και το 39,7% είχε προβλήματα με την επαρκή θέρμανση κατά τους χειμερινούς μήνες.
Η κυβέρνηση προγραμματίζει επίσης τη μείωση των κρατήσεων για τους χαμηλόμισθους, έτσι ώστε να αυξηθούν τα καθαρά τους έσοδα, μέσω μειώσεων φόρων και εισφορών. Οι προτάσεις για αυτές τις ρυθμίσεις θα υποβάλλονται από δύο επιτροπές: μία επιστημονική και μία συμβουλευτική από τους κοινωνικούς εταίρους.