Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που δημοσιεύονται σε πρόσφατη ανάλυση της Alpha Bank, η καθαρή περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών παρουσίασε εντυπωσιακή αύξηση από το 2022 και έπειτα, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της σοβαρής οικονομικής κρίσης και δηλώνει τη σταδιακή ανόρθωση της οικονομίας μας μετά την πανδημία.
Ο καθαρός πλούτος, όπως τον ορίζει η ΕΚΤ, περιλαμβάνει την αξία ακινήτων και κινητής περιουσίας, αφαιρώντας τα χρέη που έχουν οι νοικοκυριά στις τράπεζες, ενώ οι φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές δεν συμπεριλαμβάνονται στη συγκεκριμένη μέτρηση. Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, καθώς η κατάσταση αυτή μπορεί να δημιουργήσει διαφορετικές ερμηνείες ειδικά για την ελληνική πραγματικότητα.
Μέχρι τον Ιούνιο του 2024, ο καθαρός πλούτος είχε φτάσει τα 956 δισ. ευρώ, με αύξηση 31% σε διάστημα 2,5 ετών, δηλαδή ένα ποσό που ανέρχεται σε 226 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το ΑΕΠ της χώρας μας.
Η πηγή του πλούτου είναι τα ακίνητα
Αναρωτιέστε πώς επιτεύχθηκε αυτή η εντυπωσιακή αύξηση του πλούτου; Το κυρίαρχο περιουσιακό στοιχείο που βασίζονται οι Έλληνες είναι φυσικά τα ακίνητα, με ιδιαίτερη έμφαση στην πρώτη κατοικία. Σχεδόν το 70% της συνολικής περιουσίας τους (ποσοστό 68% στην πραγματικότητα) αντιστοιχεί σε μη χρηματοοικονομικό πλούτο, δηλαδή εκείνο που αφορά τα ακίνητα. Αυτό οδήγησε σε μια αύξηση 32% στην αξία των ακινήτων, η οποία φαινεται πως είναι αποτέλεσμα της περιορισμένης προσφοράς και των ισχυρών εισροών ξένων επενδύσεων στην αγορά.
Σύμφωνα με δεδομένα της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί κατά σχεδόν 25% από τις αρχές του 2022 μέχρι το τέλος Ιουνίου 2024. Η αύξηση του 32% που καταγράφει η ΕΚΤ περιλαμβάνει και τις νέες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν καθώς η οικοδομική δραστηριότητα επανήλθε στα φυσιολογικά επίπεδα.
Η Alpha Bank αναφέρει πως «ο δείκτης τιμών των οικιστικών ακινήτων δείχνει σταθερή ανόρθωση από το 2017, ανακτώντας σχεδόν πλήρως τις απώλειες κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.»
Αξιοσημείωτο είναι ότι το τρίτο τρίμηνο του 2024, οι τιμές των οικιστικών ακινήτων βρίσκονται μόλις 1,3% κάτω από το ιστορικό υψηλό τους (τρίτο τρίμηνο του 2008). Αυτή η ανοδική πορεία των τιμών ακινήτων έχει αύθορα επηρεάσει την αξία του μη χρηματοοικονομικού πλούτου και, κατ΄επέκταση, του συνολικού πλούτου.»
Ο χρηματοοικονομικός πλούτος (καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα κλπ.) επίσης σημείωσε άνοδο, αλλά σε μικρότερο ποσοστό, μόλις 13,7%, καθότι οι καταθέσεις ανέκαμψαν, το Χρηματιστήριο Αθηνών βρήκε ξανά δυναμική και οι τιμές των ομολόγων εμφάνισαν θετικές τάσεις. Ωστόσο, η σημασία των χρηματοοικονομικών στοιχείων είναι σαφώς μικρότερη σε σχέση με τα ακίνητα, καθώς αυτά αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 1/3 της συνολικής περιουσίας των Ελλήνων.